«Χρειάζομαι μια ημέρα για να πω την ιστορία ενός δευτερολέπτου, ένα χρόνο για να πω την ιστορία ενός λεπτού, μια ολόκληρη ζωή για να πω την ιστορία μιας ημέρας.»

Για να ολοκληρώσει το «Histoire(s) du Cinéma», ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ χρειάστηκε δέκα ολόκληρα χρόνια - κάτι πολύ λιγότερο από μια ολόκληρη ζωή - ξεκινώντας το 1988 και παραδίδοντας το 1998 το πιο φιλόδοξο έργο της καριέρας του: 266 λεπτά που μέσα τους συμπυκνώνουν οτιδήποτε ήταν (και είναι) ποτέ η φιλοσοφία του για το σινεμά.

«Αυτό που μου αρέσει στη ζωγραφική είναι ότι είναι λίγο out of focus και δεν σε νοιάζει. Στο σινεμά δεν μπορείς να είσαι out of focus, αλλά αν προσθέσεις διάλογο, αν παρουσιάζεις την ιστορία σου με εικόνες, αυτός ο τρόπος να κοιτάς την πραγματικότητα, τότε ανάμεσα στην επικεντρωμένη κινηματογραφική εικόνα και στις λέξεις, υπάρχει μια χώρα που είναι out of focus. Και αυτό το out of focus είναι το πραγματικό σινεμά.»

To «Histoire(s) du Cinéma» - αν μπορεί κανείς να το περιγράψει με λόγια - είναι μια διαδοχή εικόνων, λέξεων, πρωτότυπου υλικού, σκηνών από ταινίες, επίκαιρων, εικόνων που μπλέκονται η μία με την άλλη σαν ένα κολάζ, μια αλληλουχία σκέψεων πάνω στη ζωή, τον πόλεμο, τον έρωτα, το σινεμά, ένας κινούμενος πίνακας ζωγραφικής ηθελημένα out of focus ή για να γίνουμε και πιο... γκονταρικοί, ιμπρεσιονιστικα εκτός κάδρου από οτιδήποτε ήταν ή θεωρούσε κάποιος πως ήταν το σινεμά μέχρι τότε.

Εμπνευσμένο από μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ, όπου ο Γκοντάρ ανέλαβε να παραδώσει αντικαθιστώντας τον μέντορα της nouvelle vague και διευθυντή της Ταινιοθήκης της Γαλλίας, Ανρί Λανγκλουά, το «Histoire(s) du Cinéma», ηθελημένα με αυτόν τον τίτλο που σημαίνει ταυτόχρονα «Ιστορίες του Σινεμά» και «Ιστορία του Σινεμά», είναι στην πραγματικότητα ένα video diary, μια πρώτη απόπειρα μιας viral (πριν ακόμη εφευρεθεί η έννοια) αφήγησης που αποπειράται να ενώσει την ιστορία του σινεμά με την ιστορία του 20ου αιώνα μέσα από μια φιλοσοφική και εξόχως ποιητική επίθεση εικόνων σε μια πρώτη δοκιμή των δυνατοτήτων του μέσου του βίντεο, έτσι όπως το υιοθέτησε και το αποδόμησε ήδη στη γέννησή του ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ.

Για τον Γκοντάρ η ιστορία του σινεμά (η μεγάλη συνάντηση του «La Strada» με το «Γερμανία Ωρα Μηδέν» σε μια και μόνο εικόνα, ο Χίτσκοκ, ο Μπρεσόν, ο Βιγκό, ο Τσαρλς Λότον...) είναι η μοναδική ιστορία του κόσμου, η συνάντηση όλων των τεχνών (της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας που θεωρούσε πως είναι οι μόνες τέχνες) και ταυτόχρονα η ίδια η πτώση του σινεμά και μαζί ενός ολόκληρου πλανήτη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ατελέσφορη επανάσταση που δεν κατάφερε να πετύχει το αμερικάνικο σινεμά, τα απομεινάρια των «κυμάτων» που δεν κατάφεραν να αλλάξουν το ευρωπαϊκό σινεμά, η διαρκής αναζήτηση ενός - πρώτα φιλοσόφου, μετά σκηνοθέτη - της ποίησης μέσα στην αντανάκλαση της καθημερινότητας.

«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να πεις την Ιστορία. Νομίζω πως ήταν για μένα ο μοναδικός τρόπος να συνειδητοποιήσω πως, αν και είχα τη δική μου προσωπική ιστορία σαν άτομο, αν δεν ήταν το σινεμά, δεν θα ήξερα πως είχα τη δική μου ιστορία. Ηταν ο μοναδικός τρόπος και τον οφείλω στο σινεμά. H μεγαλύτερη ιστορία είναι η ιστορία του σινεμά. Είναι ο 19ος αιώνας καθώς μπαίνει στον 20ο. Είναι μεγαλύτερη απ' όλες τις άλλες γιατί βασίζεται στην προβολή, ένω άλλες έχουν την τάση να μειώνουν το μέγεθός τους. Οταν ο Φουκό έγραψε το "Τρέλα και Πολιτισμός", περιόρισε την τρέλα σε ένα βιβλίο. Οταν ο Λανγκλουά έδειξε το "Nosferatu" σε ένα μικρό χωριό μπορούσες να δεις τα ερείπια του Βερολίνου. Για να το πω απλά. Ο σκοπός μου μοιάζει με αυτό το μικρό ποίημα του Μπρεχτ: "Εξετάζω προσεκτικά το πρότζεκτ μου. Δεν μπορεί να υλοποιηθεί". Επειδή μπορεί να γίνει μόνο στην τηλεόραση που από τη φύση της μειώνει το μέγεθος. Στο σινεμά ο θεατής γοητεύεται. Μπορούμε να γράψουμε ιστορία με αυτήν την ιστορία που προβάλλεται. Είναι η μεγαλύτερη ιστορία και δεν την έχει πει κανείς ως σήμερα.»

Χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια και οκτώ μέρη («Ολες οι Ιστορίες», «Μια Μόνο Ιστορία», «Μόνο Σινεμά», «Θανάσιμη Ομορφιά», «Το Νόμισμα του Απόλυτου», «Ενα Νέο Κύμα», «Ο Ελεγχος του Σύμπαντος», «Τα Σημάδια Ανάμεσά Μας») [1], το «Histoire(s) du Cinéma» είναι τελικά ο πιο διαχρονικός Γκοντάρ, αυτός που από το 2000 και μετά συνέχισε άτυπα (κυρίως με τα «Notre musique» το 2004, το «Film Socialisme» το 2010, το «Adieu au Langage» του 2014 και το - κύκνειο άσμα - «Le Livre d'Image» του 2018) να γράφει το δικό του επαναλαμβόμενο τέλος του σινεμά.

Βλέποντας αυτές τις τελευταίες του ταινίες, δεν μπορείς παρά να βρεις ομοιότητες με το «Histoire(s) du Cinema», καθώς η δοκιμιακή γραφή του Γκοντάρ επανέρχεται ξανά και ξανά σαν θραύσματα μιας ανεξίτηλης μνήμης που διαχέεται στο χώρο και το χρόνο προσπαθώντας περισσότερο και από το να εξηγήσει την Ιστορία, να την ξαναδεί με τα καθαρά μάτια ενός σινεφίλ.

Και κάπως έτσι να την αφήσει στην Ιστορία.


Η σειρά «Histoire(s) du Cinema» αποτελείται από 8 ταινίες μικρού μήκους για την ιστορία του κινηματογράφου και τη σχέση της με τον 20ό αιώνα. Δημιουργούνται με αντιπαραβολές μεταξύ εικόνων, δειγμάτων, αποσπασμάτων ταινιών, μονολόγων του σκηνοθέτη και ήχων μέσα ή έξω από τις ταινίες που προβάλλονται. Αποτελούμενη από 4 κεφάλαια, καθένα από τα οποία υποδιαιρείται σε δύο μέρη που έγιναν σε μια περίοδο δέκα ετών, η σειρά καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από τη γέννηση του κινηματογράφου έως τον ιταλικό νεορεαλισμό, το Χόλιγουντ και όχι μόνο.

Το Πρώτο Κεφάλαιο σκιαγραφεί ήρεμα τη διχαστική φύση του κινηματογράφου, υποστηρίζοντας τους ιδρυτές του ενώ υβρίζει τους καταχραστές του. Ο κινηματογράφος σφυρηλατήθηκε στο ασπρόμαυρο, ισχυρίζεται: δηλαδή στα χρώματα του πένθους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ταινία ήταν ήδη νεκρή τη στιγμή που γεννήθηκε (ακόμα κι αν δεν ήταν ποτέ ζωντανή στην αρχή), αλλά ότι πάντα ενδιαφερόταν για αυτό που είναι άψυχο. Πράγματι, ο Γκοντάρ πιστεύει ότι οι μόνες δύο βιώσιμες ιστορίες του κινηματογράφου από την έναρξή του ήταν το σεξ και ο θάνατος.

Το Δεύτερο Κεφάλαιο κάνει έναν σιωπηρό παραλληλισμό μεταξύ της ανάπτυξης εγγεγραμμένου ήχου και των εγγεγραμμένων εικόνων. Ενώ το πρώτο προηγήθηκε του δεύτερου, τα δύο θα χρειάζονταν δεκαετίες για να συγχρονιστούν. Ο Γκοντάρ ίσως απευθύνεται στην κινηματογραφική στροφή προς το μελόδραμα, ενώ θρηνεί για τον λήθαργο μέσα του και το οδυνηρό ξύπνημα του, στη δίνη της παραγωγής συγκινητικών εικόνων. Στην ανθρώπινη αντίληψη, ένας τέτοιο πάντρεμα είναι αναπόφευκτο και απαραβίαστα συνδεδεμένο με αθετημένα καταστήματα μαζικής ψυχαγωγίας.

Το Τρίτο Κεφάλαιο είναι μια μετρημένη επίθεση στις φρικαλεότητες της ευρωπαϊκής σύγκρουσης. Είναι καυστικό, έχει αυτο-αντανακλαστικές παύσεις και ηχητικά σημεία στίξης. Η πολιτική ξεχύνεται σε μια διάσταση σχετικά με τη φύση της διάλυσής τους. Το διασχισμένο περίγραμμα γίνεται η σπασμένη πρόταση, διαχέοντας το νόημά της σαν κηλίδα μελανιού στον χάρτη. Οι μουσικές επιλογές του Γκοντάρ εδώ είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένες στο θέμα του, μιμούμενες την επίδραση των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην ιστορία: τη δραματοποίηση της τραγωδίας μέσω της αντιπαράθεσης γραφικών και ψηφιο-λέξεων ήχου. Είναι η mise-en-scène της καθημερινής ζωής ένα μορφοποιημένο φόντο για να ταιριάζει στις οθόνες της τηλεόρασής μας.

Το Τέταρτο Κεφάλαιο μας παρουσιάζει μια κριτική στον ατομικισμό μέσα από μια οπτικά σημαδεμένη αντίληψη του χρόνου. Το φιλμικό μέσο δεν είναι πλέον απλώς ένα εργαλείο, αλλά ένας τρόπος ζωής, ένα μέσο για να επεκτείνει κανείς την εμβέλεια του εαυτού του πέρα από τον κόσμο όπως τον γνωρίζει.


Ενα δείγμα από τo Histoire(s) du Cinéma: