Δυο αδέλφια, ο Τόμπι, ένας συνηθισμένος, διαζευγμένος πατέρας που προσπαθεί να φτιάξει μια καλύτερη ζωή για το γιο του, και ο Τάνερ, ένας ευέξαπτος, πρώην κατάδικος, θα συνεργαστούν για να ληστέψουν τα υποκαταστήματα της τράπεζας που έχει κάνει κατάσχεση στην οικογενειακή τους περιουσία. Η εκδίκηση φαίνεται δική τους μέχρι τη στιγμή που θα βρεθούν στο στόχαστρο ενός αμείλικτου Τεξανού Ranger.

Το «Hell or High Water» του Ντέιβιντ Μακένζι (η πιο πρόσφατη ταινία του που είδαμε στην Ελλάδα ήταν το «Γροθιές στους Τοίχους», πολλοί ωστόσο συνεχίζουν να τον θυμούνται ως τον σκηνοθέτη του «Young Adam» ή του «Hallam Foe») θα μπορούσε να ανήκει κάλλιστα στο σύμπαν των αδελφών Κοέν, όχι μόνο για τις ισχυρές δόσεις του μαύρου, παράδοξου χιούμορ που εκτοξεύει ακριβώς τις πιο α-κατάλληλες στιγμές και των χαρακτήρων - κυρίως του Τζεφ Μπρίτζες - που μοιάζουν να έχουν βγει από την ανεξάντλητη πινακοθήκη προσωπικοτήτων των δύο αδελφών, αλλά κυρίως για τη μελαγχολία και τη διαπεραστική ματιά σε μια Αμερική (και ένα κόσμο) που ζει στις παρυφές ενός σκηνικού απόλυτου τρόμου, σκιτσαρισμένου ταυτόχρονα από έναν κομίστα και γραμμένου από έναν συγγραφέα βίαιης pulp λογοτεχνίας.

Γραμμένο από τον Τέιλορ Σέρινταν (του «Sicario»), το σενάριο του «Hell or High Water» που αναδείχτηκε ως το καλύτερο από τη διάσημη μαύρη λίστα των σεναρίων που δεν έχουν γίνει ακόμη ταινία της χρονιάς του 2012, αφηγείται την ιστορία δύο αδελφών, ενός πρόσφατα χωρισμένου και ενός πρώην απατεώνα που κλέβουν τράπεζες στο δυτικό Τέξας προκειμένου να σώσουν την οικογενειακή φάρμα των γονιών τους που έχουν πεθάνει από τον πλειστηριασμό. Στο κατόπι τους θα βρεθούν δύο υψηλόβαθμοί της αστυνομίας του Τέξας, ένας σερίφης που πρόκειται να συνταξιοδοηθεί τις επόμενες ημέρες και ο επί χρόνια πιστός ινδιάνικης καταγωγής βοηθός του, που βάζουν σκοπό της ζωής τους να τους πιάσουν στον τόπο του εγκλήματος.

Σε ένα τοπίο απόκοσμο, φωτισμένο χωρίς κανένα τέχνασμα - κάτω από τον καυτό εκτυφλωτικό ήλιο του Τέξας, μια Αμερική χαρτογραφημένη πάνω σε αυτοκινητόδρομους που δεν καταλήγουν πουθενά, γεμάτη μοτέλ στη μέση του πουθενά, τράπεζες και καταστήματα που θυμίζουν την Αγρια Δύση του παρελθόντος, μια Αμερική τρομακτικά μοναχική και βίαιη όσο ο πιο συντηρητικός της εαυτός, γίνεται το φόντο για μια ιστορία που αλλάζει συνεχώς διαθέσεις χωρίς ποτέ να χάσει το κέντρο βάρους της και κυρίως χωρίς ποτέ να θυσιάσει την αυθεντικότητά της στη γοητεία μιας σύγχρονης παραβολής ή σε ένα ηθικοπλαστικό δοκίμιο πάνω στο έγκλημα.

Το «Hell or High Water» (έκφραση που αναφέρεται στον όρο μιας υποθήκης που απαιτεί οι πληρωμές να γίνονται κανονικά ανεξάρτητα από τις δυσκολίες αποπληρωμής του υπόχρεου - «Πάση Θυσία», δηλαδή, όπως υπενθυμίζει και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας) σε μπερδεύει με έναν σχεδόν λυτρωτικό τρόπο αφού σε βάζει συνεχώς σε μια άβολη θέση: να ταυτίζεσαι με τα δύο αδέλφια που - ανεξάρτητα από τους λόγους που τους δικαιώνουν - είναι δύο κοινοί εγκληματίες, να γελάς με τον κυνισμό και τα ρατσιστικά κρεσέντα απέναντι στον πιστό ινδιάνικης και μεξικανικής καταγωγής βοηθό του που εκτοξεύει ο σερίφης που τους κυνηγά λίγες μόνο μέρες πριν από τη συνταξιοδότησή του (υπόλειμμα μιας Αμερικής που αρνείται να αποσυρθεί), να αναρωτιέσαι τι ακριβώς πρεσβεύει μια ταινία αυτήν την εποχή για την οπλοκατοχή στην Αμερική και που ακριβώς στέκεται στα θέματα των πολιτών που αναλαμβάνουν μόνοι τους να διορθώσουν τις κοινωνικές αδικίες ή να απαλείψουν το έγκλημα, να μπαίνεις βαθιά στο αργό, ελεγειακό, παράδοξο, σύμπαν μιας προδιαγεγραμμένης διαδρομής που θα κλείσει τον κύκλο της βίας μέχρι αυτός να ανοίξει ξανά από την αρχή.

Ο Ντέιβιντ Μακένζι σκηνοθετεί ένα νεο-γουέστερν. Με ανθρώπους που πιστεύουν πως το δίκιο σου είναι κάτι που πρέπει να διεκδικήσεις με κάθε τρόπο και μια χώρα που βρίσκεται στο έλεος της νέας εποχής - όχι πολύ διαφορετικής από εκείνη που είδε τους Ινδιάνους να χάνουν κάποτε τη γη τους και τώρα βρίσκει τους Αμερικάνους να τη χάνουν από τις υποθήκες στις τράπεζες που αδυνατούν να αποπληρώσουν. Και σίγουρα όχι πολύ διαφορετικής από αυτή που ονειρεύεται ο Ντόναλντ Τραμπ - με το μίσος να αποκτά ατζέντα και τα όπλα να ζυγίζουν με το έτσι θέλω τη δικαιοσύνη.

Χωρίς, όμως, να υπογραμμίζει, αφήνοντας το κοινωνικό του μήνυμα να ξεπηδήσει από τη δράση και με το κέφι μιας pulp μυθολογίας μέσα στην οποία νιώθει πιο άνετα και από τον πιο Αμερικάνο (το ίδιο είχε συμβεί και με τον Μάικλ Γουιντερμπότομ στο υποτιμημένο «The Killer Inside Me»), ο Μακένζι αφήνει το ακόμη μια φορά καταπληκτικό soundtrack του Νικ Κέιβ και του Γουόρεν Ελις να ακουστεί δυνατά και πάνω του ενορχηστρώνει μια μικρή απολαυστική κινηματογραφική ελεγεία.

Στο κέντρο της, τέσσερις από τις ωραιότερες ερμηνείες που είδαμε πρόσφατα ανήκουν σε τέσσερις σπουδαίους ηθοποιούς: στον Μπεν Φόστερ που πιστεύεις κάθε φορά που τον βλέπεις πως είναι ο καλύτερος ηθοποιός στον κόσμο, στον Κρις Πάιν που εδώ βαφτίζεται επιτέλους ως κάτι περισσότερο από ακόμη ένας σέξι από τους πολλούς Κρις του νέου Χόλιγουντ, ο ινδιάνικης καταγωγής Τζιλ Μπέρμινχαμ του «Twilight» σε ένα συγκινητικό ερμηνευτικό tour de force και φυσικά ο Τζεφ Μπρίτζες σε ένα ρόλο που συνοψίζει όλη την απόσταση ανάμεσα στο επώδυνα πικρό και ακόμη πιο επώδυνα απολαυστικό που διατρέχει αυτήν την - παράδοξο καθρέφτη μιας χώρας που δεν είναι μόνο η Αμερική - ταινία.