Στο «Χαίρε, Καίσαρ!», την καινούρια ταινία των αδελφών Κοέν που άνοιξε το φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, ο Τζος Μπρόλιν - ο Εντι Μάνιξ - είναι ο Θεός. Μάλλον, ο απεσταλμένος του Θεού στη Γη. Δηλαδή ο διευθυντής παραγωγής του μεγάλου στούντιο Capitol στο Χόλιγουντ, ό,τι πιο κοντά στη θεϊκή παρέμβαση μπορούσε να νιώσει ο κόσμος του '50, εκεί όπου επικρατούσε η Δημιουργία (του σινεμά), η Αμαρτία, η Ενοχή, η Εξιλέωση, σφιχτά οργανωμένες σε μιάμιση ώρα, σε γεμάτο ένταση ασπρόμαυρο ή θεαματικό τεκνικολόρ. Παρόλ' αυτά, ο Εντι Μάνιξ έχει προβλήματα με τον Θεό, χάνοντας την πίστη του στο έργο που επιτελεί - μήπως ν' αφήσει αυτό το σύμπαν της μυθοπλασίας, το τόσο δύσκολο και να εργαστεί καλύτερα σε κάτι απλό, σε μια εταιρεία πηρυνικής ενέργειας; Να επιλέξει το δύσβατο δρόμο του σινεμά, ή τον εύκολο της πραγματικότητας;

Οτι οι αδελφοί Κοέν λατρεύουν το σινεμά το διατυμπανίζουν σε κάθε τους ταινία είναι προφανές, εδώ όμως η αφιέρωση είναι δηλωμένη. Η λαμπερότερη περίοδος του αμερικανικού σινεμά περνά από την οθόνη, η πιο φωτεινή κι η πιο σκοτεινή, γεμάτη τεράστιους σταρ, αλλά και σκάνδαλα και, φευ, κομμουνιστές! Καθώς ο Εντι Μάνιξ προσπαθεί να κρατήσει κάθε παράλληλη παραγωγή σε ισορροπία, ν' αντιμετωπίσει τα προβλήματα από καπρίτσια μέχρι απαγωγές κι ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, από την οθόνη περνούν όλα τα κινηματογραφικά είδη, τα μιούζικαλ, τα γουέστερν, τα ρομαντικά μελοδράματα, τα peplum έπη, ενώ η «πραγματικότητα» του Εντι ανήκει στο αγαπημένο είδος των σκηνοθετών, το υπαρξιακό νουάρ.

Της ίδιας της ταινίας το ύφος είναι κωμωδία - ο Τσάνινγκ Τέιτουμ σε πιπεράτα μουσικοχορευτικά νούμερα αλά Τζιν Κέλι, ο Τζορτζ Κλούνεϊ ως άλλος Τσάρλτον Χέστον με ξαφνική πολιτική συνείδηση, η Σκάρλετ Τζοχάνσον μια υδάτινη Εστερ Γουίλιαμς με εξαιρετικά προσγειωμένο ταμπεραμέντο στη στεριά, ο Ρέιφ Φάινς ένας γεμάτος βρετανική επιτήδευση σκηνοθέτης τύπου Τζορτζ Κιούκορ, η Τίλντα Σουίντον μια Χέντα Χόπερ που ανταγωνίζεται ακόμα και τη δίδυμη αδελφή της. Κι ως κωμωδία η ταινία αποτυγχάνει, οι στιγμές του γέλιου είναι λίγες, περισσότερο κλεισίματα ματιού σε μια συνομωτική σινεφιλία. Ως επί το πλείστον οι ιστορίες είναι ασύνδετες, χωρίς ρυθμό, χωρίς ένταση, χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον. Για ένα φιλμ φτιαγμένο από τους λάτρεις του σινεμά, για το σινεμά, η ταινία δεν είναι αρκετά σπιρτόζικη, κατά στιγμές απλώς κυλά σα μια ελαφρώς ανιαρή παράθεση ανεκδότων.

Ωστόσο, κάτω από τη μουσική του Κάρτερ Μπεργουέλ που σε κύματα αλλάζει ύφος ανάλογα με το κινηματογραφικό είδος που συντροφεύει, μέσα από τη φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς που φοράει τα καλά της για ν' ανταποκριθεί σ' έναν ειλικρινή φόρο τιμής, δίπλα στη σάτιρα του τότε και του τώρα, αυτό που οι Κοέν καταφέρνουν τόσο καλά, είναι να μεταφέρουν κομμάτια (σαν) ατόφιου σινεμά, τις ταινίες που το στούντιο ετοιμάζει, μικρά αποσπάσματα από μια μεγάλη κινηματογραφική παράδοση, φρεσκαρισμένα με το δικό τους τρόπο - κι αυτά δε θέλεις να τελειώσουν. Είναι τόσο έξυπνα αυτοαναφορική και, ταυτόχρονα, τόσο τρυφερή και χαριτωμένη η αγάπη με την οποία οι Κοέν αγκαλιάζουν το δικό τους και δικό μας ερώτημα: είναι πιο αληθινή η ζωή, ή το σινεμά που την αποτυπώνει;

Ψάχνοντας γι' αυτήν την αλήθεια, η ταινία ζητά τη βοήθεια της θρησκείας (όλων των θρησκειών, για την ακρίβεια), μπαίνει πίσω από το διαχωριστικό της εξομολόγησης, σφίγγει στη χούφτα το ροζάριο κι εύχεται να δει το φως. Αντί γι' αυτό, βλέπει το σκοτάδι της αίθουσα και τη λάμψη του προβολέα. Το «Hail, Caesar!» δεν είναι μια ταινία πετυχημένη, είναι μια όμορφη, ζεστή σαχλαμάρα. Είναι όμως τόσο προφανής και μεταδοτική η αγάπη των Κοέν για το σινεμά - εκείνο των στούντιο της χρυσής εποχής, εκείνο της σημερινής ταλάντευσης ανάμεσα στο εμπορικό και το καλλιτεχνικό - που ξεχειλίζει στην οθόνη και σε παρασύρει ανάλαφρα. Και, πιθανόν, μέσα από το κλασικό σινεμά, απαντά στις όποιες δικές τους και δικές μας αμφιβολίες: Αν ακούσεις προσεκτικά μέσα σου, υπάρχει μια φωνή που σου υπαγορεύει τι είναι το σωστό να κάνεις. Δεν το λέμε εμείς, οι αδελφοί Κοέν το λένε.

Διαβάστε περισσότερα: