Στον «Μαύρο Πάνθηρα», την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά των περιπετειών του Αφρικανού υπερήρωα που πρωτοεμφανίστηκε στο χαρτί το 1966, δια χειρός Σταν Λι και Τζακ Κέρμπι, και στην οθόνη το 2016, στο «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος», ούτε εξυπνάδες εκτοξεύονται την πιο άκυρη στιγμή, ούτε και πολιτείες ολόκληρες ισοπεδώνονται εν μέσω διασταυρούμενων υπερδυνάμεων ή υπερόπλων. Υπ’ αυτή την έννοια, του πήχη του καλαμπουριού, δηλαδή, και του πολυθεάματος καταστροφής, η ταινία του Ράιαν Κούγκλερ είναι ίσως η πιο φιλόδοξη περιπέτεια κόμικς στην ιστορία του είδους.

Oμως ακόμη πιο φιλόδοξη είναι με την έννοια την πολιτική: αν η «Wonder Woman» (της DC) ήταν το γυναικείο «μανιφέστο» των φιλμαρισμένων κόμικς για το 2017, ο «Μαύρος Πάνθηρας» (της Marvel) μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί το αντίστοιχο αντιφυλετικό για φέτος. Κι όχι απλά επειδή φιλοξενεί σχεδόν αποκλειστικά έγχρωμους χαρακτήρες και διαδραματίζεται σχεδόν εξολοκλήρου σε ένα αφρικανικό βασίλειο, αλλά κυρίως γιατί δείχνει να στοχάζεται σοβαρά –τουλάχιστον πολύ σοβαρότερα από κάθε άλλο σουπερηρωικό φιλμ στο μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν - πάνω στις τρέχουσες διεθνείς σχέσεις με κάποια αίσθηση ιστορικότητας και μια διάθεση χειρισμού του μύθου ως προσχήματος για να τεθούν ζητήματα, κι όχι το αντίστροφο, όπως συμβαίνει με διασκευές που «τρέμουν» μη και απογοητεύσουν τους φαν της σκιτσαρισμένης πηγής ή το κυλικείο του πολυσινεμά.

Oχι πως το φιλμ αποκλίνει από τις γραμμές του μύθου ή της συνυφασμένης σε αυτόν δράσης, όπως άλλωστε θα διαπιστώσουν οι γνώστες του. Ούτε πως του λείπουν τα τυπικά στο φιλμικό σύμπαν της Marvel «τσιμπήματα» -συμπεριλαμβανομένων της φευγαλέας εμφάνισης του (95χρονου πλέον) Σταν Λι ή των συνδετικών με το εν λόγω σύμπαν post credits. Απλά, τόσο σεναριακά όσο και σκηνοθετικά, έχει χαμηλωμένο τον «συντελεστή δόμησης» στο κάθε επίπεδο και του μύθου και της δράσης, ώστε να αποφεύγεται η τριβή με οτιδήποτε ανεξέλεγκτα ίπταται.

Η Ουακάντα, λοιπόν, είναι αφρικανικό κράτος θεωρητικά και μόνο τριτοκοσμικό. Η τεχνολογία που ανέπτυξε ανά τους αιώνες με το πολύτιμο βιμπράνιο (γνωστό μαρβελικό μέταλλο, από το οποίο φτιάχτηκε και η ασπίδα του Κάπτεν Αμέρικα) και η μόνιμη αυτοαπομόνωση την προφύλαξαν από αποίκους και σκλαβιά, της εξασφάλισαν ειρήνη και ευημερία. Που αυτόματα σημαίνει πως στέκει μόνη της σε μια ήπειρο ολικά παραδομένη στην κυριαρχία των δυτικών, που ανέκαθεν εισέβαλαν οπουδήποτε τους γυάλιζε σε πρώτη ύλη (μηδέ της ανθρώπινης εξαιρουμένης) με πρόφαση κατά κανόνα τον «εκπολιτισμό» (τους προηγούμενους αιώνες) και τη «σταθερότητα» (μέχρι τώρα). Όμως για πόσο ακόμη να συντηρηθεί τούτη η περίκλειστη μακαριότητα;

Ο μετριοπαθής πρίγκιπας Τ’τσάλα, μετά το θάνατο του πατέρα του (στο «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος»), τον διαδέχεται στον θρόνο και αποκτά τις υπερδυνάμεις του με το θαυματουργό βότανο των βασιλέων (δύναμη, ταχύτητα, αντοχή, υπερανεπτυγμένες αισθήσεις, θεραπευτική ισχύ, κλπ.), αφού αναχαιτίζει σε μονομαχία τον αντίζηλο αρχηγό μιας γειτονικής φυλής. Θα μπορέσει όμως να συνεχίσει να κρατά την Ουακάντα στην παραδεισένια εντροπία της; Και πόσο θεμιτή είναι αλήθεια αυτή η αντιδραστικότητα; Ο Έρικ Κιλμόνγκερ, Αφροαμερικανός λούμπεν μεγαλωμένος στο Όκλαντ, πιστεύει πως δεν είναι καθόλου. Πως δεν μπορεί ένα αφρικανικό κράτος με τέτοια προηγμένη τεχνολογία να σφυρίζει αδιάφορα την ώρα που εκατομμύρια Μαύροι σε όλο τον κόσμο υποφέρουν. Γι’ αυτό και εποφθαλμιά το στέμμα του.

Μπορεί ο Κιλμόνγκερ να έχει λόγους επίσης προσωπικούς που εχθρεύεται τον Τ’τσάλα (θα γίνουν αναδρομικά γνωστοί, δίνοντας στην πλοκή και μια σαιξπηρική διάσταση τύπου «Θορ»). Ωστόσο, έχουν κι αυτοί τη ρίζα τους στην ιδεολογία, όπως θα δούμε. Eχει βάσεις… βιμπρανένιες η οργή του Κιλμόνγκερ, ο οποίος, με όλη την ιστορία που κουβαλά, όχι απλά δεν είναι ο τυπικός μαρβελικός «κακός», δεν είναι καν χαρακτήρας αρνητικός. «Κακός» είναι μονάχα ο ψυχωτικός οπλέμπορος Οδυσσέας Κλάου (ο Aντι Σέρκις, εδώ… αυτοπροσώπως) –κι αυτός για παραπλανητικά περιορισμένο φιλμικό χρόνο.

Η επιτυχία του Ράιαν Κούγκλερ (εδώ στο τρίτο ραντεβού του με τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν/Κιλμόνγκερ μετά τα «Fruitvale Station» και «Creed») είναι πως δένει όλα τα παραπάνω, τα ηθικό-ιδεολογικά διλήμματα με τη μετρημένη δράση (μονάχα δύο μεγάλα set pieces έχει το φιλμ) με σεβασμό τόσο στην μετριοπάθεια του Μαύρου Πάνθηρα όσο και την τραγικότητα του αντιπάλου του. Επίσης, με μια ψυχραιμία στη διάθεση και μια έθνικ συνέπεια στο στιλ που ενισχύουν την πιθανοφάνεια όσων ξετυλίγονται. Ακόμη, με μια ιδιαίτερη φροντίδα στους γυναικείους χαρακτήρες – μεγαλύτερη ίσως κι από εκείνη της Πάτι Τζένκινς στο «Wonder Woman». Αν πίσω από έναν σπουδαίο άντρα κρύβεται πάντα μια γυναίκα, πίσω από τούτο τον βασιλιά κρύβονται πολλές, ικανές η καθεμιά να αποκτήσει το δικό της spin-off κάποια στιγμή προσεχώς.