Είναι εύκολο βλέποντας κανείς το «Ενας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος» και γνωρίζοντας ήδη ότι ο σκηνοθέτης του, Χου Μπο, αυτοκτόνησε λίγο μετά την ολοκλήρωσή του σε ηλικία μόλις 29 χρονών, να το χαρακτηρίσει ως ένα σπαρακτικό τετράωρο σημείωμα αυτοκτονίας, μια κάθοδο στην υπαρξιακή κόλαση ενός μελλοντικού αυτόχειρα που θέλησε με αυτό που ήταν τελικά το σκηνοθετικό ντεμπούτο και το κύκνειο άσμα του να πει για πρώτη και τελευταία φορά όλα αυτά που τον βασάνιζαν. Πέρα, όμως, από αυτή την προφανή, όσο και περιοριστική ανάγνωση, το «Ενας Ελέφαντας Στέκεται Ακίνητος» είναι κάτι (πολύ) περισσότερο από αυτό.

Σε μια ανώνυμη, γκρίζα και μουντή επαρχιακή πόλη της βόρειας Κίνας, οι ζωές και οι πορείες τεσσάρων ανθρώπων διασταυρώνονται στη διάρκεια μιας βασανιστικής μέρας, στην οποία τα πάντα μοιάζουν να οδηγούν σε αδιέξοδο. Ο Γιανγκ Τσενγκ, κακοποιός και πρωτοπαλίκαρο της τοπικής συμμορίας θα δει τον καλύτερο φίλο του να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια του, όταν ο τελευταίος ανακαλύψει ότι η γυναίκα του τον απατά με εκείνον. Ο Γουέι Μπου, ένας νεαρός μαθητής, θύμα κακομεταχείρισης στο σπίτι και στο σχολείο του, θα τραπεί σε φυγή, όταν εξαιτίας ενός ατυχήματος θα τραυματίσει, υπερασπιζόμενος έναν φίλο του, τον νταή και υπεύθυνο για το bullying συμμαθητή του. Στο ίδιο σχολείο, η Χουάνγκ Λινγκ, η οποία μεγαλώνει με την αλκοολική μητέρα της, έχει παράνομο δεσμό με τον παντρεμένο υποδιευθυντή και η φήμη της θα αμαυρωθεί όταν διαρρεύσει ένα βίντεο με τους δύο. Τέλος, ο ηλικιωμένος Γουάνγκ Τζιν δέχεται πιέσεις από το γιο του και τη νύφη του να πουλήσει το διαμέρισμά του και να εγκλειστεί σε οίκο ευγηρίας.

Μέσα στο ατομικό και συλλογικό τέλμα μιας πόλης που εγκαταλείπεται σταδιακά στην ερήμωση και την παρακμή, ξεχασμένη από την καλπάζουσα ορμή της καπιταλιστικής άνθησης της χώρας, οι τέσσερις ήρωες θα αναζητήσουν τη σωτηρία και τη διαφυγή στο Μανζούλι, μια πόλη στα βόρεια σύνορα με τη Ρωσία, εκεί όπου ο τοπικός θρύλος θέλει έναν ελέφαντα να στέκεται ακίνητος στο μεγάλο τσίρκο, αδιάφορος για τα χτυπήματα και τα βασανιστήρια των ανθρώπων.

Βασισμένος σε ένα δικό του διήγημα, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Χου Μπο μαθήτευσε κοντά στον Μπέλα Ταρ κι οι επιρροές από το έργο του μεγάλου Ούγγρου σκηνοθέτη και μέντορά του είναι έκδηλες, τόσο στους ρυθμούς, όσο και στην πλανοθεσία, Μέσα από αργά και περίτεχνα δομημένα μονοπλάνα, ο Χου Μπο δημιουργεί μια πνιγηρή περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ένα δυστοπικό περιβάλλον εγκατάλειψης και απελπισίας στο οποίο οι ήρωές του καταλαμβάνουν ασφυκτικά το κάδρο, εγκλωβισμένοι στη limbo ενός αδιέξοδου παρόντος.

Αυτή η αίσθηση του ερέβους είναι διάχυτη παντού κι όχι μόνο λόγω των τεσσάρων θανάτων που σημειώνονται κατά τη διάρκεια της ταινίας: στα ερείπια και στα εγκαταλελειμμένα κτίρια μιας πόλης γεμάτης σκουπίδια, στη βία που μοιάζει έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, στο μίσος και στην εχθρότητα που υπαγορεύουν όλες τις σχέσεις των ηρώων. Οπως, άλλωστε, θα πει χαρακτηριστικά από την αρχή κιόλας ένας συμμαθητής στο σχολείο του Γουέι Μπου, το οποίο πρόκειται σύντομα να κατεδαφιστεί και στο οποίο, όπως ο υποδιευθυντής κυνικά θα δηλώσει, ούτως ή άλλως φοιτούν όσοι δεν έχουν καμία ελπίδα για το μέλλον, «ο κόσμος είναι μια ερημιά» κι ο Χου Μπο τον ζωγραφίζει με τα μελανότερα χρώματα, στους τόνους του γκρίζου και της σέπιας, με μόλις ελάχιστες πινελιές χρώματος να αχνοφαίνονται σποραδικά στο βάθος ενός θολού πεδίου.

Ο ελέφαντας του τίτλου θα παραμείνει μακάρια ακίνητος και δεν θα εμφανιστεί ποτέ στη διάρκεια της ταινίας, γίνεται όμως το σημείο αναφοράς κι ένα σύμβολο ελπίδας για τους τέσσερις ήρωες, δίνοντας μάλιστα ηχητικά το παρών στην πιο απροσδόκητη στιγμή, και είναι αυτή η βαθύτερη ανάγκη για επαφή, αποδοχή και κατανόηση, όπως αποτυπώνεται στις εκρηκτικές μέσα στη σπανιότητά τους εκδηλώσεις τρυφερότητας, που μετατρέπει και εξυψώνει τελικά τη δημιουργία του Χου Μπο από μια τετράωρη άσκηση στη μιζέρια, σε μια προσωπική κραυγή αγωνίας και σε ένα συγκλονιστικό, ελεγειακό και (παν)ανθρώπινο οδοιπορικό για την ανάκτηση της χαμένης ανθρωπιάς ενός κόσμου, στον οποίο ο νεαρός σκηνοθέτης αποφάσισε δυστυχώς πολύ νωρίς ότι δεν έχει πλέον θέση.