Mια παντρεμένη γυναίκα κι ένας ανύπαντρος άνδρας συναντιούνται. Αγαπούν, τσακώνονται, τα αίματα ανάβουν. Ενας αδέσποτος σκύλος περιδιαβαίνει από την πόλη στην εξοχή. Οι εποχές περνούν. Ο άνδρας και η γυναίκα συναντιούνται ξανά. Ο σκύλος βρίσκεται ανάμεσά τους. O ένας είναι ο άλλος, και ο άλλος ο ένας και είναι τρεις. Ο πρώην σύζυγος διαλύει τα πάντα. Μία δεύτερη ταινία ξεκινά: ίδια με την πρώτη, κι όμως όχι. Από την ανθρώπινη φυλή περνάμε στη μεταφορά. Αυτό τελειώνει με γαβγίσματα και με τα κλάματα ενός μωρού. Στο μεταξύ, θα έχουμε δει ανθρώπους να μιλούν για την πτώση του δολαρίου, για την αλήθεια που κρύβεται στα μαθηματικά και για τον θάνατο ενός κοκκινολαίμη.


- Εγώ σου μιλάω για ισότητα και εσύ μου μιλάς για το χέσιμο.
- Ναι, γιατί είναι το μόνο μέρος στο οποίο είμαστε ίσοι.

O παραπάνω διάλογος ανάμεσα σε μια γυμνή γυναίκα και το σύντροφό της να κάθεται στην τουαλέτα, είναι μόνο ένα δείγμα από την παραληρηματική επίθεση λόγου που εξαπολύει ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ σε μια ταινία που ονομάζεται, ειρωνικά αλλά και κυριολεκτικά, «Αντίο στη Γλώσσα».

Στα 76 του λεπτά, το φιλμ που φέρνει του 83χρονου Γκοντάρ είναι η τελειοποίηση αυτού που ξεκίνησε με το «Film Socialisme» το 2010 και ταυτόχρονα ένα αταξινόμητο τρισδιάστατο κρυπτικό φιλμικό παζλ, γεμάτο από σκόρπιες λέξεις, ασύνδετες μεταξύ τους εικόνες - σαν ένα άλλο «Histoire(s) du Cinéma», εδώ με το απόσταγμα της σοφίας ενός τολμηρού δημιουργού κατακερματισμένο μέσα σε λογοτεχνικές αναφορές για τη ζωή, τον πόλεμο, τη φύση και την αφήγηση που ξεπερνά ακόμη και τις έννοιες του video art ή του video diary για να μοιάζει τελικά περισσότερο με αυτό που περισσεύει όταν δεν έχεις πια τίποτα άλλο να πεις.

Το «Adieu au Langage» δεν έχει υπόθεση, δεν έχει καμία συνοχή, δεν έχει τίποτα φιλικό προς τον θεατή, έχει «χεσμένη» την εμπορική διανομή, δεν είναι και το ίδιο σίγουρο πως τα κομμάτια που το αποτελούν βγάζουν κάποιο νόημα, την ίδια στιγμή που ο αιώνια πειραματιστής Γκοντάρ καίει τις εικόνες δίνοντάς τους μια αίσθηση «αρνητικού», παίζει με το 3D σαν να ήταν απλά ακόμη μια κινηματογραφική καινοτομία που δεν θα μπορούσε να λείπει από τη φιλμογραφία του και τελειώνει με μια σειρά από κάρτες που αναφέρουν τις πηγές του - από τον Ντεριντά μέχρι τον Προυστ και από τον Μονέ μέχρι τον Απολινέρ.

Αν, τελικά, όλα αυτά τα παραπάνω κάνουν τον Γκοντάρ έναν επαναστάτη, έναν φιλόσοφο που συμπυκνώνει τις σκόρπιες σκέψεις του σε ένα φιλμικό πείραμα ή έναν επί τούτου εμπρηστή που θέλει ακόμη και σήμερα - έξι δεκαετίες μετά το ξεκίνημά του - να πιστεύει πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και μαζί το σινεμά, είναι κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ.

Οχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Γκοντάρ αρνείται να εξηγήσει, αλλά γιατί αν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον στο να παρακολουθήσει κανείς το «Adieu au Langage» είναι αυτή η αίσθηση του ακατανόητου, του βαθιά προσωπικού που δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλον εκτός από τον δημιουργό του και την ίδια στιγμή η ύπαρξη του ως ένα μανιφέστο για το τέλος του σινεμά όπως το γνωρίζαμε.

Σε κάποιο σημείο ακούγεται και η φραση: «Λέξεις, δεν θέλω πια να τις ακούω». Και ίσως αυτό να είναι το μοναδικό πράγμα που αξίζει κανείς να κρατήσει από την κατάθεση του Γκοντάρ. 75 λεπτά μετά το «Αντίο στη Γλώσσα», θα σας είναι πολύ δύσκολο να απαντήσετε «πώς είναι ο νέος Γκοντάρ;».

Και κάπου εκεί μπορεί να βρίσκεται και το όποιο νόημα του γιατί συνεχίζει να κάνει ακόμη ταινίες.

[Η ταινία προβάλλεται και σε 3D και σε 2D εκδοχή στις ελληνικές αίθουσες]

Διαβάστε ακόμη: