Υπάρχει κάτι ψυχρά κυνικό, σκοτεινό, απάνθρωπο στην ιστορία ενός δημοσιογράφου που έχοντας χάσει την αίγλη και τα προνόμια του, εξόριστος σε μια επαρχιακή εφημερίδα που ο διευθυντής της πιστεύει ακράδαντα και μόνο στην «αλήθεια», κατασκευάζει μια είδηση δίνοντας της τρομακτικές διαστάσεις τέτοιες που μοιάζουν ικανές να τον μετατρέψουν όχι μόνο σε πρώτο όνομα στην πιάτσα αλλά και έναν εθνικό ήρωα - πρότυπο μιας ολόκληρης χώρας.

Την ίδια στιγμή, υπάρχει και κάτι πικρά αληθινό στην ίδια ιστορία που σήμερα μοιάζει απλά προφητική, αλλά εν έτει 1951 έκανε τον κριτικό των New York Times, Μπόσλεϊ Κρόουδερ να γράψει, ανάμεσα σε άλλα, πως «Ο κύριος Γουάιλντερ άφησε τόσο ελεύθερη τη φαντασία του που παρουσιάζει όχι μόνο μια στρεβλή εικόνα για το δημοσιογραφικό λειτούργημα αλλά και ένα δραματικό γκροτέσκο». Δεν ήταν ο μόνος. Κριτικοί και κοινό, θεώρησαν το σενάριο του Μπίλι Γουάιλντερ εντελώς αναληθοφανές, τη σκηνοθεσία του να κινείται σε δυσδιάκριτα όρια εικονογράφησης της ανθρώπινης αποκτήνωσης και αν έμοιαζε απίθανο στη χρυσή εποχή της δημοσιογραφίας να μιλήσεις για fake news, φανταστείτε πώς έμοιαζε να κάνεις μια ολόκληρη ταινία για την κατασκευή τους.

Το σενάριο της ταινίας είναι εμπνευσμένο από δύο ιστορίες που είχαν συγκλονίσει την Αμερική. Η πρώτη αφορούσε έναν άντρα που το 1925 είχε παγιδευτεί μέσα σε μια σπηλιά για να ανακαλυφθεί από έναν δημοσιογράφο ο οποίος μετέτρεψε το περιστατικό σε ένα εθνικό γεγονός κερδίζοντας το βραβείο Πούλιτζερ για τον τρόπο με τον οποίο το χειρίστηκε. Η δεύτερη αφορούσε ένα παιδί που είχε πέσει σε ένα πηγάδι στην Καλιφόρνια και σε όλη την πολυήμερη διαδικασία απεγκλωβισμού του έγινε θέαμα για χιλιάδες ανθρώπους που έφταναν στο σημείο για να γίνουν μάρτυρες του τραγικού γεγονότος.

Στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ, ο Τσακ Τέιτουμ, φιλόδοξος αλκοολικός ρεπόρτερ που απέκτησε κακή φήμη στη Νέα Υόρκη, προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή στο Νέο Μεξικό. Προσλαμβάνεται στην τοπική εφημερίδα, καταφέρνει να μείνει καθαρός από το αλκοόλ για ένα χρόνο και ακριβώς πάνω στη στιγμή που χρειάζεται μια αλλαγή στη ζωή του θα μάθει σε μια από τις βαρετές διαδρομές του για κάλυψη στα τοπικά θεάματα, πως ένας άντρας βρίσκεται παγιδευμένος μέσα σε μια χαράδρα όπου έπεσε προσπαθώντας να συλλέξει ινδιάνικα κειμήλια. Στο μυαλό του Τέιτουμ, ο παγιδευμένος άντρας είναι κάτι περισσότερο από ένα πρωτοσέλιδο σε μια τοπική εφημερίδα. Είναι ένα εθνικό θέαμα, μια μηχανή χρήματος και μαζί μια ιστορία επιβίωσης από αυτές που κάνουν διάσημο όποιον τις ξεσκεπάζει.


Ο,τι ακολουθεί στο «Τελευταίο Ατού» όπως μεταφράστηκε το εύστοχο «Ace in the Hole» (το οποίο πριν την έξοδο της ταινίας και χωρίς την άδεια του Μπίλι Γουάιλντερ άλλαξε τίτλο για να γίνει «The Big Carnival») είναι ακριβώς αυτό που περιέγραψε ο Μπόσλεϊ Κρόουδερ, αλλά με την καλή έννοια κι όχι την απαξιωτική με την οποία το περιέβαλε. Η ταινία είναι ολόκληρη ένας παραμορφωτικός καθρέφτης της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, της δημοσιογραφικής απληστίας, του γκροτέσκου όπως αυτό γεννιέται στην πραγματική ζωή πριν γιγαντωθεί σε ένα τρομακτικών διαστάσεων θρύλο από αυτούς που τρέφουν τη συλλογική φαντασία όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Εντρομοι απέναντι σε μια σκληρή ταινία πού όσο περνάει η ώρα ανεβάζει στροφές στη σάτιρα με το να γίνεται πραγματικά αποτρόπαια και να φλερτάρει με το μισανθρωπισμό, οι θεατές της εποχής δεν ήθελαν να πιστέψουν πως κάτι τέτοιο μπορεί να είναι πραγματικότητα, καθώς ένιωθαν τις σταθερές του δημοσιογραφικού λειτουργήματος και της ανθρωπιάς του Χόλιγουντ να προδίδονται όσο ο Τέιτουμ βυθίζεται στις πιο σκοτεινές χαράδρες της ανθρώπινης ασυδοσίας. Οι κριτικοί επίσης ξεγελάστηκαν πως αυτή η ταινία δεν έμοιαζε με τις προηγούμενες του Γουάιλντερ - είναι σημαντικό πως αμέσως πριν από το «Ace in the Hole» είχε προηγηθεί ο θριάμβος της «Λεωφόρου της Δύσης».

Ηταν λίγοι όσοι μπόρεσαν να διακρίνουν την ίδια ακριβώς κυνικότητα που τρέχει σαν αίμα στις φλέβες του «Double Indemnity», του «Lost Weekend» και ναι κυρίως στο «Sunset Boulevard». Την ίδια πικρή ματιά πάνω στην ανθρώπινη ματαιδοξία και μαζί μια σπαρακτική έκκληση να στρέψουμε το βλέμμα όχι στην εικόνα που επιβάλλεται από την κοινωνική σύμβαση αλλά στην άλλη, την καθαρή, την αληθινή, που μπορεί να είναι πιο σκοτεινή και σίγουρα λιγότερο ευχάριστη, αλλά μπορεί να γίνει η βάση για έναν καλύτερο κόσμο.

Ηταν λίγοι όσοι μπόρεσαν να δουν στην αδιανόητη ερμηνεία του Κερκ Ντάγκλας την Μπάρμπαρα Στάνγουεικ, τον Ρέι Μίλαντ και την... Νόρμα Ντέσμοντ μαζί, σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο που ακόμη και σήμερα μοιάζει αδιανόητα μοντέρνο - ένας κινηματογραφικός ήρωας που τρομακτικός και σπαρακτικός μαζί κουβαλάει πάνω του όλο το μεγαλείο μιας υπέροχης ταινίας που κατάφερε να δικαιωθεί μέσα στις δεκαετίες για να φτάσει σήμερα, εβδομήντα χρόνια μετά, να μοιάζει τόσο επείγουσα και απαραίτητη.