Συνέντευξη

Αϊρα Σακς: «Ηθελα να κάνω μία ταινία για την ηδονή, τα κορμιά, το δέρμα, το φως»

στα 10

Μιλήσαμε με τον Aϊρα Σακς για τα «Περάσματα»: το ρίσκο που πήρε με την καταλληλότητα, τους ηθοποιούς που επέλεξε και τον εμπιστεύθηκαν, το σινεμά που εξετάζει τα πιο σοβαρά θέματα της ζωής με ελαφρότητα - γιατί μόνο έτσι επιβιώνεις.

Αϊρα Σακς: «Ηθελα να κάνω μία ταινία για την ηδονή, τα κορμιά, το δέρμα, το φως»

Δύο ήταν οι αγαπημένες μας ταινίες από την περσινή Berlinale. Το «Περασμένες Ζωές» της Σελίν Σονγκ και τα «Περάσματα» του Αϊρα Σακς. Και τα δύο χτυπούσαν μία ιδιαίτερη φλέβα στον συναισθηματικό νατουραλισμό τους, σε μία αμεσότητα που κατανικά κάθε κλισέ, αλλά ταυτόχρονα συναντά όλα τα μελό σου κύτταρα και βουρκώνει το βλέμμα.

Αυτή την ευαισθησία, την οικειότητα, την γλυκόπικρη προσέγγιση που κάνει ο Αϊρα Σακς στις σχέσεις, στην αγάπη και στην απώλειά της, την γνωρίζουμε και από τις παλιότερες ταινίες του («Η Αγάπη Είναι Παράξενη», «Μικροί Κύριοι»)

Εδώ όμως την απογειώνει. Στα «Περάσματα» περνά ξυστά ανάμεσα στην ακανθώδη πλευρά της αγάπης και της απόρριψης, εξερευνά την λαβυρινθώδη πολυπλοκότητα των ερωτικών σχέσεων, και, όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους, μας αφήνει λαβωμένους αλλά συγκινημένους. Πώς τα καταφέρνει;

Τον ρωτήσαμε σε μια υπέροχη κουβέντα που είχαμε μέσω ΖΟΟΜ, με καφέ - εκείνος από το γραφείο του στην Νέα Υόρκη και εμείς από το δικό μας στην Αθήνα. Τόση απόσταση και καμία απόσταση - ένα συναισθηματικό πέρασμα, μέσω της μεγάλης οθόνης.

Διαβάστε εδώ την κριτική του Flix για τα «Περάσματα» του Αϊρα Σακς

Ira Sachs

Υπάρχει κάτι που ενώνει όλους τους ήρωες της ταινίας και τις ιστορίες τους. Κάτι που προσωπικά με τρομάζει και δεν συμβιβάζομαι εύκολα κι εγώ η ίδια: ότι η ζωή φέρνει αλλαγές και δεν πρέπει να τις φοβόμαστε. Πέρα από το ερωτικό τρίγωνο ή την μοίρα του κάθε ήρωα, είχατε κι εσείς το θέμα «αλλαγή» στο μυαλό σας - σαν κάτι που θέλατε να εξετάσετε, να απαντήσετε;

Χμ... ωραία ερώτηση, δεν μου το είχε κανείς θέσει έτσι. Αλλά ναι, νομίζω ότι η πιθανότητα για αλλαγή είναι το DNA της ταινίας. Και θεματικά - η ζωή μάς φέρνει συνεχώς αλλαγές, πρακτικά, συναισθηματικά, κοινωνικά, πολιτικά. Εμείς ξυπνάμε και δεν μάς καλύπτει κάτι πια, ο σύντροφός μας σηκώνεται μια μέρα και θέλει να φύγει, άνθρωποι γύρω μας πεθαίνουν. Ομως και ως σκηνοθέτης ήθελα να αποτυπώσω την πιθανότητα για αλλαγή, ακόμα και μέσα στο γύρισμα, στα εργαλεία κινηματογράφησης, στο πώς λειτουργούν οι ηθοποιοί. Η αλλαγή, ναι, είναι η καρδιά της ταινίας.

Και κάπως σαν να λέτε με την ταινία «αν αφεθείς στις αλλαγές, αν δεν τρομάξεις, αν δεν πεισμώσεις και τα θες όλα ίδια, τότε είσαι πραγματικά ελεύθερος.» Νομίζω ότι και σκηνοθετικά όπως λέτε, αυτή είναι η ταινία που μοιάζει να τη γυρίσατε με περισσότερη δημιουργική ελευθερία...

Ετσι είναι. Η έμπνευση, η ιδέα προέκυψε από το συλλογικό μας σοκ: την πανδημία, τον εγκλεισμό, τον φόβο ότι ο κόσμος μας όπως τον ξέραμε τελείωσε. Αλλαξε για πάντα. Κι αυτό είχε και μία λυτρωτική διέξοδο. Ενα μεγάλο «Exit» αναβόσβηνε πάνω από το «ζήσε το τώρα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις». Ακόμα και σκηνοθετικά λοιπόν στην ταινία προσπαθώ να είμαι «παρών» στο «τώρα». Δεν υπάρχουν παρελθοντικές αναφορές, δεν έχουμε flashbacks, τίποτα δεν εξηγείται - προσγειωνόμαστε στο «τώρα» των ηρώων και τρέχουμε μαζί τους. Αυτή η απόφαση δημιουργεί μία ταινία δράσης, κι όχι μία ταινία αντίδρασης και αναλογισμού.

Ira Sachs

Από εκεί προκύπτει και ο τίτλος; Τα «περάσματα» της ζωής που όλοι πρέπει να διαβούμε, να αλλάξουμε, να επιλέξουμε διαδρομές, να ρισκάρουμε;

Ναι, έχει κατά πολύ να κάνει με αυτά που πρέπει όλοι να περάσουμε στη ζωή μας και να επιτρέψουμε να μάς αλλάξουν. Αλλά το είδα και κάπως μεταφορικά: τα περάσματα σε τοποθετούν ανάμεσα από δύο τοίχους, βράχια, καταστάσεις. Ηθελα να κάνω τον θεατή να αισθανθεί «ανάμεσα» - ανάμεσα στο μπλέξιμο των ηρώων, ή ότι προσγειώθηκε στην μέση των ιστοριών τους, στην μέση μίας σκηνής, στην μέση μίας κατάστασης. Ηθελα να φτιάξω μια ταινία με πολλά «ανάμεσα».

Θυμίζει κατά πολύ αυτό την αφήγηση κινηματογραφιστών όπως ο Κασααβέτης, που σε προσγειώνουν απροετοίμαστο στις ιστορίες, τη δράση, το πλάνο...

Μπορεί να φανεί παράξενο αλλά δεν είδα καθόλου ξανά ταινίες του Κασσαβέτη για να εμπνευστώ για την ταινία. Αλλά όταν είδα την ταινία, με χτύπησε: είναι η πιο «κασσαβετική» μου ταινία. Πάντως η αναφορά μου ήταν ο Μορίς Πιαλά. H DP μου, Tζοσέ Ντεχάι, γελούσε λέγοντας κάθε φορά που στήναμε: «Ο Πιαλά είναι το φάντασμα στο δωμάτιο...»OIra Sachs

Ο χαρακτήρας του Τομάς, που ερμηνεύει εκπληκτικά ο Φραντς Ρογκόφσκι, είναι γοητευτικός και οριακά αντιπαθής. Γιατί κάνει αυτό ακριβώς που συζητάμε: αλλάζει, ψάχνεται, ακόμα κι αν αφήνει πίσω του πληγωμένους ανθρώπους. Θέλατε να τον σκιαγραφήσετε έτσι, να μας βάλετε σε σκέψεις γιατί κάποιος που είναι τόσο εγωιστής, είναι τόσο γοητευτικό πλάσμα ταυτόχρονα;

Εγραψα τον Τομάς σαν ένα μικρό παιδί. Τα μικρά παιδιά έχουν κάτι το βαθιά εγωιστικό: θέλουν παγωτό. Τώρα. Αλλιώς σου πατάνε μία υστερία στην μέση του δρόμου. Ενας ενήλικας που θέλει το παγωτό του όμως χαρακτηρίζεται νάρκισσος, εγωπαθής, αδιάφορος προς τους άλλους. Είναι οι άγραφοι κανόνες της ζωής. Αλλά πόσοι από εμάς έχουμε σε μία υγιή ισορροπία τα θέλω μας με τα πρέπει μας; Από την αρχή πάντως που έγραφα τον Τομάς είχα κάτι πολύ ξεκάθαρο μέσα μου: είναι ένας άντρας που θα ήθελα να πιω ένα ποτό μαζί του, αλλά όχι κάποιος που θα εμπιστευόμουν την καρδιά μου. Γιατί αυτού του είδους οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, θέλουν πάντα κάτι περισσότερο. Είναι ανικανοποίητοι - κάθε φορά που κατακτούν κάτι θεωρούν ότι κάτι καλύτερο τους περιμένει στην επόμενη γωνία. Κι αυτό δημιουργεί έλλειψη. Ενα συνεχές κενό. Κι εκεί είναι και η ρίζα του πόσο πονεμένος είναι ο Τομάς. Του παίρνεις παγωτό, αποδέχεσαι την παιδικότητά του, και πέντε λεπτά αργότερα βλέπεις το βλέμμα του να περιπλανιέται πίσω σου, στο τι θα μπορούσε να καλύψει το κενό του τώρα...

Ναι, αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να σε κάνουν πολύ δυστυχισμένο...

Είναι και οι ίδιοι όμως πολύ δυστυχισμένοι. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να τον κρίνω, ή να τον αφήσω εκτεθειμένο στο να τον κατακρίνουν οι θεατές. Κάθε χαρακτήρας είναι κομμάτι μου. Είμαι κι εγώ μέρος του τραύματος που παρουσιάζω.

Ira sachs

Είναι ξεκάθαρο και για αυτό νομίζω ότι τον αγαπήσαμε και συνδεθήκαμε μαζί του. Και οι 3 ηθοποιοί σας πάντως είναι εξαιρετικοί. Και ταυτόχρονα εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους - άλλες χώρες, άλλες κουλτούρες, διαφορετική μητρική γλώσσα. Αλλά η χημεία τους είναι μαγική, νατουραλιστική. Θέλατε εξ αρχής να πλαισιώσετε την ταινία με ηθοποιούς τόσο διαφορετικούς, το είδατε σαν πρόκληση;

Εγραψα την ταινία για τον Φραντς Ρογκόφσκι, όταν τον είδα στο «Happy End» του Μίκαελ Χάνεκε. Η ερμηνεία του με συγκίνησε, με άγγιξε με έναν πρωτόγνωρο τρόπο. Εκανε κάτι πολύ ανθρώπινο σ' ένα περιβάλλον πολύ κυνικό. Oι άλλοι δύο ηθοποιοί μου προέκυψαν μετά, αλλά και πάλι γιατί τούς είδα κάπου και με συγκλόνισαν. Αυτή είναι η πρώτη κινητήριος δύναμη, να δω μία ερμηνεία και αμέσως να σκεφτώ «θέλω αυτή την ηθοποιό, αυτό τον ηθοποιό, στην επόμενη ταινία μου». Με την Αντέλ αυτό έγινε όταν την είδα στο «Sibyl» της Ζουστίν Τριέ. Νομίζω ότι η Αντέλ έχει αυτό το κάτι, αύλο και αέρινο, που την κάνει μία καθαρόαιμα κινηματογραφική ηθοποιό. Δεσπόζει στην μεγάλη οθόνη. Είναι η Ζαν Μορό της γενιάς της. Κι ο Μπεν είναι όλο μάτια, ένα πρόσωπο τόσο εκφραστικό που κανείς άλλος δεν μπορεί να παραδώσει τόση ένταση, τόσο συναίσθημα, τέτοια ψυχρότητα όπως εκείνος.

Πάντως ένα ακόμα χαρακτηριστικό της ταινίας είναι ότι οι ηθοποιοί δουλεύουν αρκετά με το σώμα τους. Λιγότεροι διάλογοι, λιγότερες επεξηγήσεις, περισσότερη σωματική έκφραση. Ακόμα και η σκηνή του χορού, ή η σκηνή του σεξ είναι γεμάτες πληροφορία...

Ηθελα να επιστρέψω στις ρίζες μου ως σκηνοθέτης. Οι πρώτες μου μικρού μήκους είναι ταινίες παρατήρησης. Οταν ήμουν νεότερος το ευρωπαϊκό αλλά και το ασιατικό σινεμά (ιδιαίτερα το σινεμά της Ταϊβάν) ήταν οι επιρροές μου. Η αντίληψη ότι σινεμά σημαίνει το άθροισμα εικόνας και ήχου. Οχι απαραίτητα η επεξήγηση της αφήγησης. Αλλά η παρατήρηση, η έκφραση. Για αυτό ίσως οι δυο σκηνές που αναφέρατε ξεχωρίζουν. Κι αν το παρατηρήσατε είναι και οι δυο σκηνές ηδονής. Αυτό ήθελα να κάνω. Μία ταινία για την ευχαρίστηση, την ηδονή. Να κάνω focus στο δέρμα, τα κορμιά, τα χρώματα, το φως, τις υφές.

Ira sachs

Διαβάζοντας για αυτή την συνέντευξη είδα ότι αντιμετωπίσατε πρόβλημα καταλληλότητας κι έγινε θέμα με τη σκηνή του σεξ. Κι αυτό με οδήγησε σε άρθρα ότι είχατε αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα και με την προηγούμενη ταινία σας, το «Love is Strange», το οποίο το βρίσκω ακατανόητο - ο ορισμός της δραμεντί, μίας ταινίας σχέσεων. Θα την έλεγες και οικογενειακή...

Δεν είναι απίστευτο; Κι όμως, το «Love is Strange» πήρε σήμανση Ακατάλληλης ταινίας. Νομίζω ότι αυτό και μόνο είναι απόδειξη της ομοφοβίας μας - στη χώρα μου, στον κόσμο, στις κοινωνίες μας. Λογοκρισία, υποκρισία, εκκλησία. Στην Αμερική έχουμε και το μελανό παρελθόν του Κώδικα Χέιζ. Νομίζουμε ότι το έχουμε ξεπεράσει, αλλά όχι είναι βαθιά ριζωμένη η λογοκρισία στην ιστορία του σινεμά μας. Και αυτό που μου φαίνεται παράξενο είναι ότι δεν αναρωτιόμαστε γιατί το επιτρέπουμε ακόμα αυτό - στον 21ο αιώνα. Πάντως για μένα το σεξ είναι μία ακόμα έκφραση, ένα ακόμα παράθυρο στον κάθε χαρακτήρα. Λέει πολλά ο τρόπος που κάνουμε σεξ για εμάς. Το διαφορετικό σε αυτή την ταινία είναι η διάρκεια. Δεν αντιμετώπισα τη σκηνή ως ένα ιντερλούδιο ανάμεσα σε άλλες πράξεις. Το άφησα να εξελιχθεί και η διάρκεια της δίνει μία άλλη αληθοφάνεια. Αλλοι με αυτό συνδέονται, άλλοι σοκάρονται και τους πετάει έξω...

Πώς δημιουργεί κάποιος ένα περιβάλλον ασφάλειας στους ηθοποιούς του για να λυθούν και να γυρίσουν, τόσο φυσικά, μία τέτοια σκηνή;

Σταυρώνει τα δάχτυλά του και προσεύχεται στο θεό που δεν πιστεύει (σκάει στα γέλια). Δεν κάνω ποτέ πρόβες με τους ηθοποιούς μου. Αλλά υπάρχει μία διαδικασία που ακολουθώ σε κάθε μου ταινία: να κάνουμε παρέα, όλοι μαζί. Η ζωή ξεκλειδώνει τους ανθρώπους - ένα φαγητό, ένα ποτό, πολλά γέλια, συζητήσεις για φαινομενικά άσχετα πράγματα. Οταν μπαίνουμε τελικά στο σετ για γύρισμα, υπάρχει οικειότητα. Ανεση. Και φυσικά το σετ είναι κλειστό στις σκηνές σεξ, με τους απολύτως απαραίτητους για το γύρισμα.

Ενας από τους λόγους που αγαπώ πολύ τις ταινίες σας είναι γιατί, ενώ δεν συμβιβάζονται με κλισέ, ενώ δείχνουν την σκοτεινή πλευρά της αγάπης, την απόρριψη, την απώλεια, το τραύμα, στο τέλος βγαίνεις από την αίθουσα κουβαλώντας τρυφερότητα και ζεστασιά. Πώς το πετυχαίνει κανείς αυτό; Ποια είναι η ισορροπία;

Πολύ δυσκολο να απαντήσω σε κάτι τέτοιο - γιατί αφορά όλη τη δουλειά, όλη την κατασκευή, από το σενάριο μέχρι το στήσιμο κάθε πλάνου. Αν θα μπορούσα να πω κάτι γενικό είναι ότι βρίσκω χιούμορ και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Δεν με ενδιαφέρει η σοβαροφάνεια, ή να δείξω τα πράγματα «βαριά». Αυτό έκανε κι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης - ο Γιασουτζίρο Οζου. Ενώ μιλούσε για πολύ δύσκολα θέματα, υπήρχε μία ελαφρότητα στον χειρισμό τους, κάτι ντελικάτο στον τρόπο που μας τα έδειχνε. Και είναι πολύ δύσκολο να είσαι ντελικάτος απέναντι στην τραγωδία που λέγεται ζωή. Πώς αλλιώς όμως να επιβιώσεις;

Τα «Περάσματα» (Passages) του Αϊρα Σακς προβάλλονται στις ελληνικές αίθουσες από την Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου από την Flim Group