«Κάποτε είχα ένα μόνο στόχο, να ζήσω, να καταφέρω να ζήσω. Ακούγεται τώρα παράξενα αυτό, τώρα που είναι όλα εύκολα, αλλά στα χρόνια τα δικά μας, μες στους πολέμους, την Κατοχή και τον εμφύλιο, ήταν ένα επίτευγμα. Δεν με ξέρετε, κανένας δεν με ξέρει. Η εικόνα μου δεν είναι αυτή που δημιούργησαν, ίσως να φταίω κι εγώ που δεν αντιδρώ, δεν μιλάω. Η καλή μου η Ελένη Ζαφειρίου, που έκανε τη μάνα μου στις ταινίες, μου 'λεγε, "Χαμογέλα, βρε. Ενώ είσαι τόσο καλό παιδί, έτσι που σε βλέπουν μουτρωμένο, βάζουν χίλια δυο στο μυαλό τους. Μην αδικείς ο ίδιος τον εαυτό σου". Κάποτε αποφάσισα να πάρω την οικογένειά μου και να φύγω να πάω στον Καναδά. Να κάνω μια νέα αρχή. Δεν άντεχα την αστάθεια, την ασάφεια, την ανασφάλεια, την καχυποψία, το φθόνο, τη διαβολή, την επιβουλή. Κι όμως, στο χείλος της καταστροφής, την ύστατη στιγμή υπάρχει ένα μαγικό ραβδί, που μεταμορφώνει αυτή τη χώρα, μας μεταμορφώνει στους καλύτερους, τους συνεπέστερους, σταθερούς, σαφείς κι αποδοτικούς πολίτες, αντάξια τέκνα αυτής της υπέροχης άθλιας χώρας στην οποία ζούμε. Είναι να τρελαίνεσαι... Αισθάνομαι τη συγγραφή αυτού του βιβλίου σαν εξομολόγηση στον πνευματικό μου. Θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν αδίκησα κανέναν, αν φέρθηκα άσχημα σε κανέναν. Μπορεί να μην το κατάλαβα, να μην το ήθελα...»
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, που υπογράφει τα παραπάνω στο οπισθόφυλλο της αυτοβιογραφίας του με τίτλο «Οσα Θυμάμαι και όσα Αγάπησα», γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία της Αθήνας στις 14 Μαρτίου του 1934 για να αποτελέσει το σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής για τον ελληνικό κινηματογράφο και το ελληνικό τραγούδι, εκφραστής, με το όνομα - σύμβολο «το παιδί του λαού», μιας μεταπολεμικής πτωχής πλην τίμιας Ελλάδας που θα έφτανε στην φενάκη της ευημερίας της δεκαετίας του '80, έχοντας ζήσει ξανά και ξανά το ίδιο μελόδραμα σε όλες τις παραλλαγές του.
Οσες περίπου δηλαδή το έπαιξε και αργότερα το τραγούδησε ο Νίκος Ξανθόπουλος που η ζωή του υπήρξε το ίδιο ανάγλυφη όσο η Ελλάδα που εκπροσώπησε μαζικά και με πάθος.
Στα 20 του χρόνια
Παιδί Ποντίων προσφύγων, ο Νίκος Ξανθόπουλος μεγάλωσε φτωχικά μαζί με τη μητέρα του. Ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, ψαράς και αντιστασιακός. Η μητέρα του τον μεγάλωσε μόνη της καθώς ο πατέρας του απουσίαζε για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Πέραν του αθλητισμού, λάτρευε το διάβασμα.
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ινδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης. Σπούδασε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, έπαιξε στο θέατρο από το 1957 έως το 1963, αλλά αφοσιώθηκε τελικά στον κινηματογράφο.
Το 1970 ίδρυσε δικό του θίασο και περιόδευσε στην Ελλάδα.
Από την παράσταση «Το Κορίτσι με το Κορδελάκι» του Νότη Περγιάλη, 1969
Στην Καβάλα, περιοδεία με το «Κορίτσι με το Κορδελάκι» του Νότη Περγιάλη
Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο έγινε με τον Θίασο Κατερίνας στην κομεντί «Βιργινία». Συνέχισε στο ελεύθερο θέατρο με διάφορους ρόλους: «Η Κυρία δε με Μέλει», «Λα Μάμα», «Ηλέκτρα» (Θίασος Ροντήρη, όπου έπαιξε τον ρόλο του Ορέστη), «Είσοδος Υπηρεσίας», «Σκάνδαλα στην Εξοχή» και το «Τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» (Θίασος Κατράκη). Συμμετείχε σε 24 θεατρικές παραγωγές και έπαιξε όλα τα είδη του θεάτρου.
Η πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο έγινε το 1958 στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι», στο πλευρό του Βασίλη Αυλωνίτη και του Νίκου Ρίζου.
Στην Υδρα στα γυρίσματα του «Μονο Εσένα Αγαπώ»
Απόκληροι της Κοινωνίας
Τα Ψίχουλα του Κόσμου
Ο Αλήτης του Λιμανιού
Η Ζωή μου Αρχίζει με Σένα
Ως κινηματογραφικός πρωταγωνιστής καθιερώθηκε από τον σκηνοθέτη-παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο (Κλακ Φιλμ), με τον οποίο είχε αποκλειστική συνεργασία από το 1964 μέχρι το 1971, σε μουσικές δραματικές ταινίες.
Εκκίνηση στις ταινίες της νεοσύστατης Κλακ Φιλμ έκανε το 1963 στην ταινία «Πληγωμένες Καρδιές», στον ρόλο του κακού κουνιάδου. Η αρχή της τυποποίησης των ρόλων του Ξανθόπουλου έγινε έναν χρόνο αργότερα στην ταινία «Αγάπησα και Πόνεσα» όπου παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία που καθιέρωσαν τον Ξανθόπουλο στη συνείδηση του κόσμου σαν «παιδί του λαού».
Από την πρώτη περιοδεία στην Αυστραλία.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στη σειρά «Αγρίμια». Οκτώ χρόνια μετά, το 1981, παίζει στο σίριαλ του Ερρίκου Θαλασσινού «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού». Υποδύεται τον καπετάνιο που θέλει να μπαρκάρει και δεν μπορεί να βρει κάπου να αφήσει τον γιο του. Ο ρόλος ήταν αφορμή να ξαναρχίσει το κάπνισμα. Το 1994 έπαιξε στην τηλεοπτική δραματική σειρά «Στην Κόψη του Ξυραφιού».
Το 1989 συνεργάζεται με τον Απόστολο Τεγόπουλο και τον Πάνο Κοντέλη στο «Μινόρε μιας κΚαρδιάς» που κυκλοφόρησε σε 3 κασέτες και κατόπιν παίχτηκε στην ΕΡΤ σε 16 επεισόδια. Κατόπιν προέκυψε το «Η Αγάπη που δε Γνώρισε Σύνορα» της οποίας τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι. Κυκλοφόρησε σε δύο κασέτες. Αργότερα προβλήθηκε σε 8 επεισόδια στο MEGA.
Ακολούθησαν άλλες δύο βιντεοπαραγωγές, «Η Καρδιά του Πατέρα» και «Έρωτας στο Περιθώριο» που παίχτηκε και στην τηλεόραση στο κανάλι ΑΝΤ1, το 1992.
1965 στα Αστέρια στους Χορτατζήδες στη Θεσσαλονίκη
1969 στο ΚΑΝ ΚΑΝ στη Θεσσαλονίκη
1969, Συναυλία στο Αλμπερτ Χολ του Λονδίνου
Για τις ανάγκες των ταινιών έγινε τραγουδιστής υπό την καθοδήγηση του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Μετά το 1971 σταμάτησε τις εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και μεταπήδησε σε νέα καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Συνολικά έχει κυκλοφορήσει 9 άλμπουμ και 55 τραγούδια. Η δισκογραφία του περιλαμβάνει γύρω στα 300 τραγούδια. Τα τραγούδια του υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Ακης Πάνου, Χρήστος Νικολόπουλος, Νίκος Ξαρχάκος και άλλοι.
Με τον Ορφέα τον Αύγουστο
Η τελευταία του κινηματογραφική παρουσία, μετά από απουσία 24 ετών, έρχεται το 1995 στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο». Στα τέλη του 2005 εκδίδει σε βιβλίο την αυτοβιογραφία του «Οσα Θυμάμαι και όσα Αγάπησα», Στην μακρά αποχή του από κινηματογράφο και τηλεόραση είχε την ευκαιρία να επισκεφθεί και περιοδεύσει σε ΗΠΑ, Αυστραλία και σχεδόν όλη την Ευρώπη, γνωρίζοντας την αποθέωση από την Ελληνική ομογένεια.
Παντρεύτηκε δύο φορές και έχει τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος πέθανε στην Αθήνα στα 89 του χρόνια, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου. Δεν υπήρξε κάποιος περισσότερο λαοφιλής «λαϊκός ήρωας» στην Ελλάδα μετά από αυτόν.
Στην Πενσιλβάνια, τη δεκαετία του '70