Ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ, ιδρυτής και επικεφαλής του FBI επί 48 συνεπτά έτη, ήταν ένας οργανωτικός, σχολαστικός τμηματάρχης, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την μαζική αρχειοθέτηση των αποτυπωμάτων των αμερικανών παρανόμων και την εφορμογή επιστημονικών μεθόδων για την επίλυση εγκλημάτων. Ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ ήταν ένας ανήθικος μεγαλομανής κλειδοκράτορας της πληροφορίας, υπεύθυνος για το μαζικό φακέλωμα των πολιτών, την ευρεία χρήση κοριών, τον εκβιασμό οκτώ Προέδρων της Αμερικής, τον διασυρμό ανθρώπων που πίστευε ως «αντιπατριώτες» - ανάμεσά στους οποίους και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Στην προσωπική του ζωή, ο Τζ. Εντγκαρ αποτελούσε επί μισό αιώνα άλυτο μυστήριο, καθώς κανείς δεν τόλμησε να φακελώσει και τον ίδιον, αλλά μετά θάνατον, οι αστοιχείωτες πληροφορίες της κρυφής του ομοφιλοφυλίας υπέδειξαν έναν άνθρωπο συμπλεγματικό, βαθιά καταπιεσμένο, τραγικό.
Ο Κλιντ Ιστγουντ αναλαμβάνει το, εκ πρώτης όψεως ακατόρθωτο, έργο της σκιαγράφησης και των τριών πτυχών της προσωπικότητας του Χούβερ, σκανάροντας 50 χρόνια πολιτικής δράσης με τρόπο που θα αφήσει χώρο και θα δώσει έμφαση στην προσωπική, κλειδωμένη του ζωή. Μοιραία, αυτό το τελευταίο κομμάτι είναι και το πιο ενδιαφέρον. Βασισμένος στο σενάριο του Ντάστιν Λανς Μπλακ (Milk), ο Χούβερ του Ιστγουντ φανερώνεται ως γέννημα θρέμμα της αμερικανικής υποκρισίας, ως δείγμα του αμερικανικού ονείρου που πάει στραβά: με μία αδίστακτη μητριαρχική φιγούρα που τρέφει μέσα από τον άκοπο ομφάλιο λώρο την μεγαλομανία του μονάκριβου γιου, αλλά ταυτόχρονα τον απειλεί και τον συνθλίβει όταν αντιλαμβάνεται την πιθανή διαφορετικότητά του, ο Τζέι Εντγκαρ καταδικάζεται σε μία ζωή που ο ίδιος μονίμως θα κρύβεται, αλλά σαδιστικά θα ξεσκεπάζει όλους τους υπόλοιπους. Κάθε φορά που ο Ιστγουντ πλησιάζει το φακό του στην ψυχαναλυτική διάσταση του ήρωα, δεν τον κρίνει. Ούτε όμως τον δικαιολογεί. Μάλλον τον λυπάται για το ανθρωπάκι που ήταν, ανήμπορος να αφεθεί στην ανομολόγητη σχέση του με τον υπαρχηγό του Κλάιντ Τόλσον, ανίκανος να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Κινηματογραφικά, ο Ιστγουντ είναι αξιέπαινα τρυφερός, γενναίος και διακριτικός απέναντι σ' ένα θέμα που κάποιος άλλος δημιουργός με την ηλικία και τις καταβολές του θα στεκόταν αμήχανος, ή ένας νεότερος θα κανιβάλιζε αδίστακτα.
Η πολιτική διάσταση της ταινίας παρουσιάζει το μεγαλύτερο πρόβλημα. Οχι γιατί σενάριο και σκηνοθέτης επιλέγουν να αφήσουν τον ήρωα να αφηγηθεί ο ίδιος την ιστορία του, καθώς τον συναντάμε να υπαγορεύει την αυτοβιογραφία του. Αντιθέτως, αυτό το εύρημα επιτρέπει στο θεατή να τον παρακολουθεί να εκτίθεται συνεχώς από μόνος του, αποκαλύπτοντας με κάθε ευκαιρία την ανηθικότητα, τον ρατσισμό και τον φασισμό του. Ούτε γιατί μία τόσο μακρόβια διακυβέρνηση δεν μπορεί να χωρέσει σε μία δίωρη φιλμική προσωπογραφία. Ο Ιστγουντ επιλέγει να μην ενδιαφέρεται να εξετάσει αναλυτικά το παρελθόν. Αντίθετα, υπόγεια και υπαινικτικά κατασκευάζει μία πολιτική αλληγορία για το παρόν: κάθε φορά που ο Χούβερ παραβιάζει το σύνταγμα για να «προστατεύσει» τη χώρα, σε κάθε περίπτωση που αναφέρονται λέξεις όπως «πατριωτισμός» ή «τρομοκρατία», οι φιγούρες των Ντικ Τσέινι, Τζορτζ Μπους, Κοντολίσα Ράις στοιχειώνουν την οθόνη και το μυαλό του θεατή. Ο Χούβερ έθεσε τα σαθρά θεμέλια ενός καθεστώτος που συντηρείται εδώ και χρόνια μέσα από τον εκφοβισμό και την παραπλάνηση των πολιτών του, κι αυτό είναι φανερό.
Οχι, η ανισότητα της ταινίας του Ιστγουντ έχει να κάνει με κάτι πολύ πιο απλό, αλλά καίρια σημαντικό: γιατί να μας ενδιαφέρει να δούμε μία ταινία για τον Τζέι Εντγκαρ; Οπως και στην περίπτωση της Μάργκαρετ Θάτσερ, έτσι κι εδώ, ο προβολέας δεν πέφτει σε ανθρώπους που στην αδύναμη στιγμή των γηρατειών τους επιστρέφουν πίσω και μας αφηγούνται ως συμπαθητικά γεροντάκια τα απομνημονεύματά τους. Η επιλογή να εστιάσεις σε φιγούρες που οριοθέτησαν την παγκόσμια ιστορία με απολυταρχικές, αντιλαϊκές, αμφιλεγόμενες θητείες απαιτεί να κάνεις μία ταινία αντίστοιχης προσέγγισης, μία ταινία που θα φτάνει το μαχαίρι στο κόκκαλο, μία ταινία που θ α έχει κάτι να προσθέσει στον παγκόσμιο ιστορικό διάλογο - όποια πολιτική στάση κι αν κρατάει απέναντι στο αντικείμενό της.
Το «J. Edgar» είναι μία επικών διαστάσεων ταινία που δεν καταφέρνει να γίνει ποτέ μεγαλειώδης. Δεν συνταράσσει, δεν σε εμπλέκει παραπάνω από απλά να την παρακολουθείς κι ακόμα και το προσωπικό δράμα όταν παραγίνεται μελό δεν σε συγκινεί όσο υπόσχεται. Ο Λεονάρντο Νι Κάπριο καταθέτει την αναμενόμενη προσωπική εξαιρετική του βιρτουοζιτέ, ο Αρμι Χάμερ του κλέβει τις σκηνές με μία διακριτική στιβαρότητα, αλλά ούτε οι ερμηνείες απογειώνουν.
Ο Ιστγουντ παραδίδει κάτι το μεγαλόπνοο, στιβαρό και αξιοπρεπές. Αλλά μιλάμε για τον Τζέι Εντγκαρ Χούβερ - και δεν ήταν τίποτα από τα τρία.