Για τα «Χελωνονιντζάκια» η μετάβαση στη μεγάλη οθόνη δεν ήταν ακριβώς και η πιο ομαλή.
Για ένα franchise το οποίο ξεκίνησε μέσα από τις σελίδες των κόμικς των Κέβιν Ιστμαν και Πίτερ Λερντ, ως μια παρωδία των πιο δημοφιλών κόμικς με υπερήρωες εκείνη την εποχή, για να καταλήξει σε action figures και μετά σε μια από τις πιο δημοφιλές παιδικές σειρές κινουμένων σχεδίων των '80s με '90s (ως μέσο προώθησης των παιχνιδιών αυτών), θα σκεφτόταν κάποιος πως μια κινηματογραφική μεταφορά των περιπετειών του θα ήταν το επόμενο, φυσικό, βήμα.
Αλλά να που καμία live action μεταφορά (ένα μεγάλο γιατί πλανάται πάνω από αυτή την επιλογή) για τα «Χελωνονιντζάκια» δεν κατάφερε ποτέ να αποτυπώσει στην οθόνη την τρέλα και το σουρεαλιστικό, σε στιγμές, χάος τόσο των κόμικς όσο και της ίδια της σειράς, ακόμα και αν τις κούκλες τις δημιούργησε το σπουδαίο στούντιο του Τζιμ Χένσον. Και να που, κάπου μέσα στο χρόνο, και μετά την πρόσφατη τεράστια επιτυχία των animated ταινιών του «Spider-Verse», οι «Heroes in a Half Shell» βρήκαν επιτέλους την κινηματογραφική τους ταυτότητα.
Μετά από χρόνια απομόνωσης από τον κόσμο των ανθρώπων, τα Χελωνονιντζάκια βγαίνουν στην επιφάνεια για να κερδίσουν, μέσα από τις ηρωικές τους πράξεις, τις καρδιές των Νεοϋορκέζων και να καταφέρουν να γίνουν αποδεκτοί ως κανονικοί έφηβοι. Με τη βοήθεια της νέας τους φίλης, Εϊπριλ Ο’Νιλ, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν ένα μυστηριώδες συνδικάτο εγκλήματος, που αποτελείται από στρατό μεταλλαγμένων.
Δεν χρειάζεται να περάσει πολλή ώρα για να καταλάβεις πως το στούντιο πίσω από τις δυο εξαιρετικές animated ταινίες του «Spider-Verse» βρίσκεται επίσης πίσω από τον σχεδιασμό της, δίνοντας μια νέα, πιο φρέσκια προοπτική, ένα στιλ το οποίο ταιριάζει απόλυτα στην ενέργεια και τη δυναμική των χαρακτήρων της. Συνδυάζοντας τη μοναδική, υπέροχα ευρηματική, τεχνική του 2D με το 3D animation, ο σκηνοθέτης της ταινίας, Τζέφ Ρόου (ο οποίος είχε συν-σκηνοθετήσει και το επίσης εξαιρετικό «Oι Μίτσελ και η Εξέγερση των Μηχανών»), επιλέγει μια πιο ατημέλητη αισθητική για τον σχεδιασμό των ηρώων του, με δυνατές, έντονες χαρακιές, τις οποίες απαλύνει γεμίζοντάς τες με ζωντανά χρώματα για να αναδείξει την εφηβική φλόγα, αλλά και την απειρία των χαρακτήρων.
Αυτό είναι που μεταμορφώνει την ταινία του σε κάτι το πραγματικά μοναδικό, το οποίο περικλείει μια αστείρευτη ενέργεια και πάθος, αποκαλύπτοντας, καθώς περνά η ώρα, ολοένα και περισσότερες λεπτομέρειες που παραπέμπουν στα θέματα της προκατάληψης και της ανοχής, που αποτελούν και το κύριο κορμό του σεναρίου της ταινίας, με τον Ρόου να τα αφήνει όλα αυτά να ξεχειλίζουν στη δράση με μια άπλετη εφευρετικότητα στο animation.
Οι Σεθ Ρόγκεν και Εβαν Γκόλντμπεργκ, οι οποίοι συνυπογράφουν το σενάριο, αποφασίζουν να κάνουν μερικές μικρές, αλλά αρκετά σημαντικές αλλαγές στην ιστορία, με ίσως πιο σημαντική τη σχέση μεταξύ των Χελωνών και του Σπλίντερ, ο οποίος παρουσιάζεται εδώ περισσότερο ως μια πατρική φιγούρα πάρα ως δάσκαλός τους στις πολεμικές τέχνες, αφήνοντας επίσης εκτός τον Σρέντερ ή/και τον Κρανγκ (ίσως για κάποιο σίκουελ). Πρόκειται για μια ιστορία ενηλικίωσης και αποδοχής, με τις γνωστές πανέξυπνες ατάκες και τις αυτό-αναφορές τους στις οποίες οι Ρόγκεν και Γκόλντμπεργκ μάς έχουν συνηθίσει στο παρελθόν (βλέπε «Superbad»), αλλά η πλοκή, παρόλο που μοιάζει να είναι πιο ενήλικη απ' όσο έχει δοκιμάσει μέχρι τώρα η σειρά, φαίνεται πως αρκετές φορές ακολουθεί την πεπατημένη, χωρίς ιδιαίτερες ανατροπές ή τη φιλοδοξία που μπορεί να είχαν τα «Spider-Verse».
Μικρολεπτομέρειες σίγουρα, μιας και τα «Χελωνονιντζάκια: Μεταλλαγμένος Χαμός» είναι εδώ για να προσφέρουν τον δικό τους κινηματογραφικό «χαμό» και να κάνουν, επιτέλους, μικρούς και μεγάλους να αναφωνήσουν «cowabunga dude».