Ο Μπερτράν Μπονελό είναι - υπό συνθήκες - ένας συναρπαστικός σκηνοθέτης.

Στις παρυφές της γαλλικής αφρόκρεμας συνεχίζει ένα έργο κάπως προσωπικό, φτιαγμένο από την ουσία του γαλλικού σινεμά (όπως το ξέρουμε και ενίοτε το αγαπάμε), αλλά πάντα με ένα δικό του άγγιγμα, που στις καλύτερες στιγμές του («L’ Appolonide», «Saint Laurent») φτιάχνει πρωτότυπο σαγηνευτικό σινεμά και στις πιο μέτριες («Nocturama») παραμένει αδιαπραγμάτευτα ενδιαφέρον.

Το «Zombi Child» ανήκει στη δεύτερη κατηγορία (και έρχεται να συμπληρώσει την ίδια προβληματική των νέων, της «επανάστασης» και του ιστορικού ανιστόρητου πλαισιού με το «Nocturama»), καθώς η γοητεία του απλώνεται μεν σε όλη του την έκταση, όσο όμως η ιστορία φθίνει προς ένα όχι αναλογικά με ολόκληρη την ταινία βαρυφορτωμένο φινάλε, ο Μπονελό υπογραμμίζει ξανά και ξανά, με κάθε πιθανό τρόπο το κεντρικό του νόημα.

Η ιστορία ξεκινάει το 1962, στην Αϊτή όταν ένας άντρας θα πεθάνει από πιθανή δηλητηρίαση από ένα ψάρι, θα θαφτεί, αλλά θα αναστηθεί και θα γίνει σκλάβος στις φυτείες με τα ζαχαροκάλαμα, ένας ζωντανός-νεκρός που ελέγχει μόνο μηχανικά τις κινήσεις του και «ζει» χωρίς αισθήματα, επιθυμίες, μνήμη. Στη συνέχεια, μεταφερόμαστε στο παρόν, σε ένα οικοτροφείο θηλέων στη Γαλλία, όπου η Μελίσα, με καταγωγή από την Αϊτή, μοναδική μαύρη ανάμεσα σε λευκά κορίτσια, θα γίνει το θέμα συζήτησης ανάμεσα στην παρέα των κοριτσιών που αποτελούν τη πιο δημοφιλή αδελφότητα. Αυτές θα τη δεχτούν μετά από μια τελετή αποδοχής και θα αρχίσουν σιγά σιγά να βυθίζονται στο μυστήριο που την περιβάλλει.

Ο Μπονελό ξεκαθαρίζει τα πράγματα από την αρχή. Αυτή δεν θα είναι μια ταινία τρόμου - παρά τις προσδοκίες του τίτλου. Και όχι μόνο γιατί τα πράγματα είναι πιο σοβαρά… από αυτό.

Από τη μία, το «Zombi Child», μοιάζει με ένα (πολύτιμο) μάθημα Ιστορίας. Οχι τυχαία, η πρώτη σκηνή στο σχολείο θα βρει τον καθηγητή Ιστορίας να αναρωτιέται πάνω στην έννοια της «διακεκοομμένης αφήγησης», της Ιστορίας που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά χωρίς ποτέ να επιβεβαιώνεται ή να αλλάζει όταν αποδειχθεί ότι δεν είναι αληθινή. Κάπου εκεί, ανάμεσα σε περίεργες συνδέσεις ανάμεσα στην «επανάσταση», το «νεοφιλελευθερισμό», τον Ναπολέοντα και τις (γαλλικές) αποικίες, ο Μπονελό είναι σαφές πως με αυτήν την ταινία παίρνει θέση απέναντι στις προκαταλήψεις που γεννούν τον ρατσισμό.

Βάζοντας το δάχτυλο του στα κενά γνώσης μιας ολόκληρης γενιάς, επιχειρεί μια διόρθωση - ιστορική, πολιτική, γεωγραφική - που μετά το τέλος του «Zombi Child» έχει ολοκληρωθεί με πειθώ, τουλάχιστον δοκιμιακή αν όχι κινηματογραφική, καθώς η Μελίσα και ο τόπος και ο χρόνος γύρω της θα ξαναγράψει από την αρχή το τι σημαίνει να είσαι Γαλλίδα στη Γαλλία σήμερα - χωρίς να χάνεις τα ίχνη της πραγματικής σου ταυτότητας και άρα αυτό που σε κάνει πραγματικά «Γαλλίδα στη Γαλλία σήμερα».

Πετυχαίνοντας το συναίσθημα τελικά μιας ταινίας ενηλικίωσης, ο Μπονελό θα στήσει υπέροχες (συναρπαστικές) σκηνές νεότητας με κορίτσια που ασφυκτιούν μέσα στην εννοιολογική τους υπεροχή ενώ το μόνο που θέλουν είναι να κάνουν σεξ, να χορέψουν Rihanna και να ρίξουν κλεφτές ματιές η μία στο γυμνό κορμί της άλλης. Κορίτσια που γνωρίζουν καλά την ιστορική τους συνέχεια, αλλά που δεν θα διστάσουν να ακυρώσουν κάθε επαναπροσδιορισμό της παράδοσης για τα μάτια, το φιλί και το όμορφο κορμί ενός άντρα. Κορίτσια και γυναίκες τελικά που αποκαθιστούν την Ιστορία, αλλά ίσως τελικά - πιο σημαντικό από αυτό - την ξαναγράφουν από την αρχή.

Ο Μπονελό τις κινηματογραφεί αργά, μελαγχολικά, τους χαρίζει την υπέροχη μουσική (που έγραψε ο ίδιος), αλλά ενώ τις οδηγεί στο συμπέρασμα που θέλει (μιας κοσμικής εξιλέωσης των Γάλλων απέναντι στις αποικίες τους;), χάνει κάπου στη διαδρομή το κινηματογραφικό του εύρος, προδίδεται από την έλλειψη ενός συμπαγούς genre και παραμένει λογοτεχνικός, σχεδόν σαν τους καθηγητές των κοριτσιών. Παραδίδει, ωθεί τις μαθήτριες του να σκεφτούν, οξύνει την κριτική σκέψη και βάζει το σπόρο της αμφιβολίας, αλλά όταν χτυπήσει το κουδούνι, τα smartphones παίζουν ήδη αθυρόστομη γαλλική rap και που μυαλό για όλα αυτά…