Η Ορτάνς Λαμπορί, σεφ από τη Βόρεια Γαλλία, το Περιγκόρ, όπου έχει μάθει να μαγειρεύει με τοπικές, εποχιακές πρώτες ύλες για τους πελάτες που κατακλύζουν τη φάρμα της, επιλέγεται, προς μεγάλη της έκπληξη, ως προσωπική μαγείρισσα του Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν, στα Ηλύσια Πεδία, στο Παρίσι. Φυσικά η Λαμπορί δέχεται την πρόκληση, αλλά η είσοδός της σ’ έναν απόλυτα ανδροκρατούμενο, άκρως ανταγωνιστικό κόσμο, τη φέρνει αντιμέτωπη με τις αρχές και με τις επιλογές της.

Το φιλμ του Κριστιάν Βενσάν βασίζεται στην πραγματική ιστορία της σεφ Ντανιέλ Ντελπές – η οποία στην ταινία ονομάζεται Ορτάνς Λαμπορί και την υποδύεται η Κατρίν Φρο – εντοπίζοντας στην περίοδο 1988 – 1990 και στη δουλειά της με τον Γάλλο Πρόεδρο, παρότι η Ντελπές ήταν ήδη αναγνωρισμένη διεθνώς ως μια από τους σεφ που έφεραν στο προσκήνιο τις φρέσκιες, τοπικές πρώτες ύλες μικρών παραγωγών.

Η Ορτάνς βρίσκεται υποχρεωμένη να επιβληθεί σ’ έναν απόλυτα ανδροκρατούμενο κόσμο – όχι μόνο της πολιτικής, αλλά κυρίως αυτόν της κουζίνας. Χρησιμοποιώντας απλά, στοιχειώδη συστατικά, η ταινία σκιαγραφεί την προσωπικότητα της ηρωίδας: αξιοπρεπής, σοβαρή, πειθαρχημένη, αυστηρή, βγάζει την τρυφερότητα και τη ζεστασιά της μόνο στη μαγειρική. Επιλέγει ντόπια, φυσικά υλικά της εποχής, αναδεικνύοντας τη γαλλική παραγωγή, τη γαλλική καρδιά, ακριβώς όπως κι ο Μιτεράν – κι εκεί είναι που οι χαρακτήρες τους συναντιούνται, πάνω από το τραπέζι, με μια φέτα ψωμί και λίγη τρούφα. Για την ιστορία, ο Ζαν Ντ’ Ορμεσόν που υποδύεται τον Γάλλο Πρόεδρο δεν είναι ηθοποιός, αλλά γνωστός Γάλλος συγγραφέας και ιστορικός πολέμιος του Μιτεράν.

Παρότι ο ρόλος είναι γραμμένος μάλλον επιδερμικά, η Κατρίν Φρο, εξαιρετική ηθοποιός ούτως ή άλλως, συμπληρώνει μόνη της τα κενά, με τα βλέμματα και τη στάση του σώματός της. Το σενάριο περιπλέκει την ιστορία με εναλλαγές στο χρόνο, ανάμεσα στο Παρίσι και την αποστολή της Λαμπορί σε μια βάση στην Ανταρκτική, εντελώς περιττές και μάλλον αποκαθηλωτικές. Η θερμοκρασία είναι υψηλή όσο ο φακός μένει στις δολοπλοκίες και τους ανταγωνισμούς στα Ηλύσια Πεδία και πέφτει απότομα έξω από το Μέγαρο.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της ταινίας – και η βασική ατραξιόν για το κοινό – είναι οι αμέτρητες μαγειρικές που εκτυλίσσονται στην οθόνη: πιάτα πλούσια, χρωματιστά κι ευωδιαστά, καθαρά γαλλικά, με σάλτσες και σιρόπια, βούτυρα και ζάχαρες, που επιβάλλουν να πάρετε μαζί σας μπόλικα σνακς για να συγκρατείτε τους σιελογόνους και να κανονίσετε δείπνο μετά την ταινία απαραιτήτως.

Περισσότερο ορεκτικό ή επιδόρπιο, παρά κυρίως πιάτο, ελαφρύ και όχι ιδιαίτερα ουσιαστικό, η «Υψηλή Μαγειρική» είναι ένα φιλμ που θα νοστιμίσει την καλοκαιρινή κινηματογραφική έξοδο και, οπωσδήποτε, θα δώσει το ερέθισμα να διερευνήσετε λίγο της φυσιογνωμία της Ντανιέλ Ντελπές μετά την ταινία.