Μέσα από την πορεία της ζωής των, Γιώργου Κρόκου, (εκτελεσμένου από τους Γερμανούς την πρωτομαγιά του 1944) και Δημήτρη Χριστούλα (που στις 4/4/2012 προβαίνει σε μια βαθύτατα πολιτική και συμβολική πράξη, δίνοντας τέλος στη ζωή του μπροστά στο ελληνικό κοινοβούλιο), ένα ντοκιμαντέρ αποπειράται μια ανάλυση για τη σημερινή οικονομική και ανθρωπιστική κρίση στην Ελλάδα, καθώς και τις οικονομικές πολιτικές που εφάρμοσε το Γ’ Ράιχ κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναζητώντας κοινές πρακτικές και επιδιώξεις, πέρα και πίσω από τον θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.
Θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί καθήκον των σκηνοθετών ντοκιμαντέρ να μιλήσουν για την κρίση στην οποία βυθίζεται εδώ και χρόνια η χώρα μας, να καταγράψουν μια σκοτεινή πραγματικότητα και να αφυπνίσουν την σκέψη.
Ενα ντοκιμαντέρ έχει την δυνατότητα να εμβαθύνει, να ερευνήσει, να καταδείξει πολύ πιο αποτελεσματικά από την τηλεόραση, ή την ειδησιογραφία, να φωτίσει πλευρές που συχνά μένουν σκοτεινές.
Το φιλμ του Σπύρου Τέσκου όμως, μοιάζει να ξεκινά θέλοντας να αποδείξει ένα αξίωμα που μοιάζει εδραιωμένο από τα πρώτα κι όλας πλάνα του φιλμ, στα οποία ο Γερμανός γιατρός κι ερευνητής Ματίας Ρατ ξεκαθαρίζει πως η προσπάθεια της Γερμανίας να κατακτήσει και να υποτάξει ολόκληρη την Ευρώπη δεν ολοκληρώθηκε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Για τις δύο επόμενες ώρες, το φιλμ θα επιμείνει στον παραλληλισμό της οικονομικής κατάστασης στην Ευρώπη του σήμερα με την στρατιωτική επέλαση της Γερμανίας του Χίτλερ στην διάρκεια του πολέμου θέλοντας να πείσει ακόμη και τους πιο δύσπιστους ότι η κρίση του σημερα δεν είναι τίποτα παραπάνω από έναν ακόμη επεκτατικό μηχανισμό για την ολοκληρωτική, οικονομική αυτή τη φορά, επικράτηση της Γερμανίας.
Δεν είναι ότι στην πορεία δεν ακούγονται ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία και απόψεις ή δεν εκφράζονται ιδέες που έχουν βάση. Επίσης, ακόμη κι αν οι ιστορίες του Γιώργου Κρόκου που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 44 και του Δημήτρη Χριστούλα που αυτοκτόνησε το 2012 στο Σύνταγμα, δεν δένουν σε ένα αληθινά χρήσιμο κράμα στο φιλμ, δεν παύουν να είναι άξιες αφήγησης.
Ομως το βασικό πρόβλημα της ταινίας, εκτός από την υπερβολικά μεγάλη διάρκεια που καταντά κουραστική καθώς μια φούχτα ιδέες επαναλαμβάνονται ή με την τηλεοπτική δομή του που στηρίζεται κυρίως σε «ομιλούντα κεφάλια» και υλικά αρχείου όχι πάντα στην καλύτερη ποιότητα, μοιάζει να είναι η υπερβολικά ξεκάθαρη ιδεολογική του τοποθέτηση που επιμένει να βλέπει τα πάντα σε άσπρο και μαύρο και που κατά στιγμές κάνει δυστυχώς, το φιλμ να μοιάζει με μια συλλογή από θεωρίες συνομωσίας.