Γραμμένο στην δεκαετία του ‘80 το ομότιτλο βιβλίο του Ντον ΝτεΛίλο, υπήρξε από την έκδοσή του κιόλας, ένα από εκείνα που το σινεμά φλέρταρε έντονα, καθώς τουλάχιστον τρεις απόπειρες να μεταφερθεί στην οθόνη, δεν τελεσφόρησαν. Η μπίλια έκατσε στον Νόα Μπόμπακ, ο οποίος μεταφέρει το σύνθετο, ειρωνικό και με κάποιο τρόπο την ίδια στιγμή επίκαιρο αλλά και ελαφρώς παλιομοδίτικο πρωτότυπο υλικό, δίχως να φοβάται την πολυπλοκότητά του, ή το ρίσκο ενός ύφους που δεν είναι ποτέ αποφασισμένο για το που θέλει να κινηθεί.

Κρατώντας την δομή του βιβλίου, βάζοντας τους τίτλους των επιμέρους τμημάτων του στην οθόνη, ο Μπόμπακ εικονογραφεί έναν κόσμο που είναι από την μια ξεκάθαρα ρετρό, αλλά που από την άλλη οι αγωνίες των χαρακτήρων που τον κατοικούν είναι υπαρξιακά άχρονες και στην μετά (;) την πανδημία εποχή ίσως εξαιρετικά επίκαιρες.

Η ιστορία τοποθετείται σε μια επαρχιακή, ειδυλλιακή πόλη στην τροχιά ενός περιφερειακού πανεπιστημίου όπου ο Τζακ διδάσκει Χιτλερικές Σπουδές, έχοντας μεταμορφωθεί σε κάτι σαν σταρ του ιδρύματος χάρη στην ευφράδεια και την μαγνητική του παρουσία στην αίθουσα. Με την γυναίκα του Μπαμπέτ - που παίρνει κρυφά κάποια μυστηριώδη χάπια -, μεγαλώνουν την θορυβώδη, δυσλειτουργική αλλά αγαπημένη οικογένειά τους, που περιλαμβάνει παιδιά από τους προηγούμενους (κάμποσους) γάμους και των δυο τους και προσπαθούν να διαχειριστούν τα προβλήματα της καθημερινότητας και κυρίως τον σχεδόν παραλυτικό τους φόβο για τον θάνατο.

Οταν ένα ατύχημα που θα εκτροχιάσει ένα τρένο με χημικά, θα στείλει ένα τοξικό νέφος απειλητικά κοντά στην πόλη τους, η οικογένειά τους θα εγκαταλείψει το σπίτι για μερικές μέρες και κανείς δεν θα επιστρέψει ακριβώς ίδιος από αυτό το ταξίδι. Το τετ-α-τετ τους με τον θάνατο που ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε μια πολύ κοντινή πιθανότητα κι όχι μια απλή αγωνία, θα τους αλλάξει και τα χάπια της Μπαμπέτ που μάλλον πλέον δεν λειτουργούν πια, θα αποτελέσουν τον καταλύτη στην κορύφωση της ξεκουρδιστης υπαρξιακής διαδρομής τους, όχι ακριβώς προς μια κατάληξη, αλλά μάλλον προς έναν ακόμη σταθμό πριν την επόμενη «περιπέτεια».

Ο Τζακ και η Μπαμπέτ ζουν σε έναν κόσμο όπου όλα δείχνουν ανασφαλή κι εφήμερα έστω κι αν οι δυο τους δείχνουν να ελπίζουν πως τίποτα δεν θα αλλάξει και πως το μικρότερο παιδί τους θα παραμείνει για πάντα όπως είναι τώρα. Το φιλμ τους βλέπει με αγάπη, αλλά την ίδια στιγμή και με μια ευδιάκριτη ειρωνία, όπως κι ολόκληρο το σύμπαν στο οποίο κατοικούν. Από τον μικρόκοσμο του πανεπιστημίου και των καθηγητών του, ως τις αξιακές τους προτεραιότητες, από την αταξία της οικογενειακής εστίας ως την ρευστότητα της πίστης, από την παντοδυναμία του καταναλωτισμού ως τους φόβους μιας οικολογικής καταστροφής, το «White Noise» θέλει να μιλήσει για πολλά.

Και το κάνει ακόμη κι αν όχι πάντα με τα ίδια επίπεδα επιτυχίας. Αν στο βιβλίο αυτή η πληθώρα ιδεών βρίσκει τον χώρο που χρειάζεται για να ξεδιπλωθεί, σαφώς στριμώχνεται λίγο πιο άβολα στην φόρμα της ταινίας. Πιθανότατα, αυτή να ήταν η πιο κατάλληλη στιγμή για μια μεταφορά του «White Noise» στον κινηματογράφο, σε μια στιγμή που οι θεματικές του μοιάζουν να μοιάζουν ιδιαίτερα κατανοητές στο κοινό, αλλά ακόμη κι έτσι, το φιλμ είναι σχεδόν σταθερά περισσότερο μεταφορικό παρά κυριολεκτικό, κρατώντας σε απόσταση τον κόσμο των ιδεών του από την συναισθηματική του σφαίρα, επιτρέποντάς σου συχνά να το θαυμάσεις μα πολύ πιο σπάνια να το απολαύσεις αληθινά.