Τα τελευταία χρόνια του Γρηγόριου, του Καθηγουμένου («Γέροντα») της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου του Αγιο Ορους, τον βρίσκουν συμφιλιωμένο με το επίγειο τέλος, αλλά και βαθιά ηττημένο. «Θα προτιμούσα να δοξάζω το Θεό στις ραχούλες με μια φλογέρα, παρά να είμαι υπεύθυνος εδώ». Η θλίψη του πηγάζει από ταπεινότητα: δεν κατάφερε και πολλά. Οι μοναχοί του δουλεύουν σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ «για τους αρχαγγέλους», για να φροντίσουν το μοναστήρι - χτίζοντας, επισκευάζοντας, φυτεύοντας, κλαδεύοντας, μαγειρεύοντας. Εκείνος πλέον δεν βαστά. Από τη φύση του άλλωστε ήταν ήπιος και πολλοί μπορεί να τον περιφρόνησαν. Ομως «η περιφρόνηση είναι σπουδαίο δώρο». Είναι μάθημα και εισιτήριο για τη Βασιλεία των Ουρανών.

Κάπως έτσι, η κάμερα του Ουκρανού ντοκιμαντερίστα Αλέξανδρου Ζαπορόσενκο μπαίνει με (κινηματογραφική) ευλάβεια στο Αβατο και αποτυπώνει, σχεδόν σιωπηλά, την άγνωστη ζωή σ' ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια του Αγίου Ορους. Μένοντας για μεγάλες περιόδους στην Μονή, δουλεύοντας δίπλα στους μοναχούς και φροντίζοντας να γίνεται αόρατος τις στιγμές που κρατά την κάμερα, ο Ζαπορόσενκο επιτυγχάνει να μην καταγράψει απλώς την ασκητική κοινοβιακή καθημερινότητα των μοναχών, αλλά να δημιουργήσει πυκνή κινηματογραφική ατμόσφαιρα με τις εικόνες του. Χωρίς έξτρα φώτα, πολλές φορές υπό το φως των κεριών, το εσωτερικό των ιερών χώρων μοιάζει απόκοσμο και ξεχασμένο σε παλιότερους αιώνες. Αυτό που κινεί την κάμερα και το μοντάζ είναι ο ήχος - οι ψαλμωδίες, τα λόγια του Γέροντα, οι ήχοι μέσα στην κατανυκτική σιωπή. Οταν δε η κάμερα βγαίνει εκτός των τειχών, η πυκνή φύση μοιάζει κι εκείνη απάτητη, μια βλάστηση ανέγγιχτη από τον πολιτισμό, ευλογημένη. Αλλά κι ένα ακόμα όριο, που χωρίζει τον έξω κόσμο από τον μοναχικό τρόπο ζωής.

Η κάμερα του Ζαπορόσενκο χαρίζει στον θεατή στιγμές που δεν τις συναντάς σε άλλες «αγιογραφίες». Η εμπιστοσύνη των μοναχών τον βοήθησε να γυρίσει ένα «βιωματικό», όπως λέει κι ο ίδιος, ντοκιμαντέρ. Δεν απαριθμεί μόνο πώς επικοινωνούν μεταξύ τους, με τι ρούχα κυκλοφορούν, πώς προσεύχονται, πώς εργάζονται. Μοιάζει με «ταινία πύλη», είσοδο και του θεατή σε έναν μυστικό, παράλληλο με τον δικό μας κόσμο, που έχουμε πλάσει με στερεότυπα. Κι όμως, εδώ, δύο μοναχοί που εργάζονται στη συντήρηση του λιμανιού, τσακώνονται και πιάνονται στα χέρια μπροστά στον φακό. Ή κάποιοι άλλοι παίζουν την ώρα που μαζεύουν τις ελιές. Διαφωνούν για τη συνταγή κι εκνευρίζονται, όσο μαγειρεύουν κόλλυβα. Ή γελούν όσο ακολουθούν το έθιμο του Πάσχα και τσουγκρίζουν αβγά. Ο ίδιος ο Γέροντας λυγίζει και ξεσπά σε κλάματα (από συγκίνηση, ή από λύπη;) όταν τελεί την ιεροτελεστία της μοναχικής μύησης σ' έναν νέο μοναχό. Προσεύχεται να είναι άξιος να φροντίσει ένα ακόμα παιδί του.

Υπάρχει όμως ένα στοιχείο που αφήνει το ντοκιμαντέρ ημιτελές, το καθιστά άνισο. Κι αυτό κρύβεται στην ερώτηση του τίτλου του. Το «Αδάμ, που είσαι;» αναφέρεται στο ότι κάποιος επιστρέφει στο Θεό ο ίδιος, με τη θέλησή του. Κανείς δεν τον καλεί στο μοναστήρι, εκείνος επιλέγει να εγκαταλείψει την εγκόσμια ζωή και να επιβιβαστεί στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας». Ποιοι είναι οι λόγοι της επιστροφής «του Αδάμ» στον «Παράδεισο», ενώ είχε εκπέσει στη Γη; Και για να πούμε τα πράγματα με μεγαλύτερο ρεαλισμό: ο άνθρωπος γεννιέται για να ζήσει με άλλους ανθρώπους. Ο μοναχισμός είναι κάτι ενάντια στη φύση του. Γιατί λοιπόν κάποιος νιώθει την ανάγκη να μη ζήσει τη ζωή του και να την αφιερώσει στο Θεό; Τι βρίσκει ή τι ελπίζει να βρει στην απομόνωση και την αυτοθυσία; Γιατί μπαίνει εθελοντικά σε μια ζώνη ειδικού αυστηρού καθεστώτος, σε μία «φυλακή» (όπως την ονομάζει ο πρωτοδιάκονος Αλέξανδρος Πλίσκα, ο εμπνευστής της ιδέας και παραγωγός του ντοκιμαντέρ).

Παρόλο που υπάρχουν και κάποιες παράλληλες συνεντεύξεις μοναχών που αναφέρονται στην εσωτερική φωνή που τους έφερε οργανικά σχεδόν στην ασκητική συνθήκη, το ντοκιμαντέρ μάς αφήνει μετέωρους, διψασμένους για κάτι περισσότερο. Οι μαρτυρίες μοιάζουν απλώς με εισαγωγές σε κάτι που θα οδηγούσε βαθύτερα στην έννοια της πίστης, κάτι πιο έντονο και συγκρουσιακό ακόμα. Οπως η κάμερα δεν μπήκε στο ιερό για απλή καταγραφή, έτσι κι η θεμελιώδης ερώτηση του τίτλου δεν μπορεί να καλυφθεί με «απαντήσεις».

Απαλλαγμένος από τις εγκόσμιες υποχρεώσεις και βάσανα, βρίσκει κανείς την εσωτερική γαλήνη ώστε να πλησιάσει όσο πιο βαθιά στην ψυχή του; Εχει το χρόνο και τις συνθήκες να σκάψει μέσα του και να βρει το νόημα που όλοι ψάχνουμε - πιστοί και άπιστοι; Απαντιέται η ουσιώδης αγωνία που μάς κυνηγά όλους από τη στιγμή της πρώτης συνείδησης: γιατί ήρθαμε στη ζωή; Ποιος είναι ο σκοπός μας σε αυτό τον κόσμο;

Με δυο λόγια, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να απαντηθεί: ο Αδάμ που επιστρέφει, το κάνει γιατί βρήκε προορισμό ή γιατί το έσκασε από την πραγματική ζωή;