Το σινεμά του στούντιο Aardman είναι σαν μια ζεστή κούπα τσάι σε μια εποχή που μας έχει μάθει να πίνουμε βιαστικά εσπρέσο. Σε μια βιομηχανία που τρέχει ολοταχώς προς το φωτορεαλιστικό CGI, ο κόσμος του «Wallace & Gromit» επιμένει σε κάτι πιο φυσικό, πιο ανθρώπινο, με την «πλαστελίνη» να διατηρεί πεισματικά τις ατέλειές της και τις «πατημασιές» των animators να γίνονται μέρος της ιστορίας.
Σχεδόν δύο δεκαετίες μετά το «The Curse of the Were-Rabbit», ο εκκεντρικός εφευρέτης και ο σιωπηλός του σύντροφος επιστρέφουν με μια νέα περιπέτεια – αλλά όχι όποια κι όποια. Οσοι έχουν δει και θυμούνται το «The Wrong Trousers» του 1993, γνωρίζουν καλά πως ο Feathers McGraw δεν είναι απλά ένας αντίπαλος – είναι ο αντίπαλος. Σιωπηλός, με βλέμμα που θα μπορούσε να διαπεράσει ακόμα και το πιο σκληρό τυρί τσένταρ, ο διαβολικός πιγκουίνος δραπετεύει από τη φυλακή και ετοιμάζει το νέο του κόλπο: μια ληστεία-υπερπαραγωγή που περιλαμβάνει ένα πανάκριβο διαμάντι με τη βοήθεια του βοηθού ρομπότ του Γουάλας (τον Norbot, εξίσου απολαυστικός όσο και επικίνδυνος).
Η πλοκή εκτυλίσσεται με την κλασική φόρμουλα των περιπετειών του διδύμου «Wallace & Gromit»: μια αθώα εφεύρεση οδηγεί σε καταστροφή, με τον Γουάλς να παραμένει αφελής σε κάθε αίσθηση κινδύνου και ο Γκρόμιτ –με τις εκφράσεις του να είναι πιο εύγλωττες από κάθε διάλογο– να σώζει στο τέλος την κατάσταση. Αλλά ενώ η αφήγηση πατάει γερά στις παραδόσεις του franchise, το «Vengeance Most Fowl» κουβαλάει κάτι διαφορετικό: μια επίγνωση του χρόνου που πέρασε. Ο Γουάλας φαίνεται πιο κουρασμένος, το εργαστήριό του γεμάτο από εφευρέσεις που δε χρησιμοποιούνται, ενώ ο Γκρόμιτ δείχνει πιο προβληματισμένος από ποτέ. Σαν μια κρυφή αλληγορία για τη θέση της Aardman στο σύγχρονο animation, η ταινία υπογραμμίζει διακριτικά το χάσμα ανάμεσα στο παλιό και το νέο, την τεχνολογία που υπόσχεται ευκολίες αλλά καταλήγει να μας παγιδεύει, τις μηχανές που νομίζουμε ότι ελέγχουμε, αλλά στο τέλος μας ελέγχουν αυτές.
Ο σκηνοθέτης Νικ Παρκ επιστρέφει σε αυτό που ξέρει καλύτερα, στο να γεμίζει κάθε καρέ με αγάπη, δινοντάς τους την αμέριστη φροντίδα του. Το stop-motion animation του Aardman έχει μια ποιητική αδεξιότητα που το κάνει μοναδικό – τα μοντέλα κινούνται με μικροδονήσεις, η λάμψη τους αλλάζει ανεπαίσθητα από σκηνή σε σκηνή, σαν να αναπνέουν. Το «Vengeance Most Fowl» αξιοποιεί αυτή τη φυσικότητα στο έπακρο, με την σκηνοθεσία παίζει με τη δυναμική του χώρου σαν να εξερευνά με σεβασμό τον κόσμο από πλαστελίνη του Γουάλας και του Γκρόμιτ.
Ο Παρκ χρησιμοποιεί τα κλασικά στοιχεία της βρετανικής κωμωδίας, όπως διακριτικές παύσεις πριν από τα όποια gags, σφιχτό καδράρισμα που κάνει τους χαρακτήρες να δείχνουν ακόμα πιο αστείοι μέσα στα περίεργα μηχανικά τους περιβάλλοντα, λογοπαίγνια (που δυστυχώς χάνουν κάτι στη μετάφραση), καταστάσεις που ξεκινούν αθώες και καταλήγουν στο χάος, και φυσικά, με τον Γκρόμιτ, που με ένα απλό ανασήκωμα φρυδιού μπορεί να σχολιάσει όλο το ανθρώπινο δράμα.
Ταυτόχρονα όμως το «Vengeance Most Fowl» κρύβει και ένα σχόλιο για την εξάρτησή μας από την τεχνολογία. Ο Norbot, το «έξυπνο ρομπότ» του Γουάλας, υποτίθεται πως θα διευκόλυνε τη ζωή του – αλλά όπως και κάθε «έξυπνη» συσκευή, αποδεικνύεται περισσότερο πρόβλημα παρά λύση. Το σενάριο αφήνει μικρά, σχεδόν ανεπαίσθητα σχόλια για την τεχνολογική αφέλεια, την αυξανόμενη εξάρτηση από τους αλγορίθμους, ακόμα και την ίδια την τάση του Χόλιγουντ να βασίζεται στην νοσταλγία αντί να ρισκάρει κάτι νέο.
Το «Wallace & Gromit: Vengeance Most Fowl» δεν είναι απλά μια διασκεδαστική επιστροφή – είναι ένας φόρος τιμής σε ένα animation που δεν ακολουθεί τη μόδα, που επιμένει στη χειροποίητη μαγεία σε μια εποχή όπου τα πάντα γίνονται με ένα κλικ. Μπορεί να μην έχει την πρωτοτυπία του «The Wrong Trousers» ή την κινηματογραφική αύρα του «Curse of the Were-Rabbit», αλλά φέρει την καρδιά και την ψυχή του στούντιο που το γέννησε. Και αν η ιστορία μοιάζει λίγο πιο μελαγχολική, αν οι χαρακτήρες δείχνουν λίγο πιο κουρασμένοι, ίσως είναι γιατί το ίδιο το στούντιο Aardman ξέρει πως δεν μπορεί να παίζει για πάντα τον ρόλο του outsider σε μια κινηματογραφική βιομηχανία που αλλάζει. Αλλά όσο υπάρχει έστω και ένας animator που σκύβει πάνω από ένα κομμάτι πλαστελίνη και της δίνει ζωή, το σινεμά των «Wallace & Gromit» δεν θα είναι ποτέ πραγματικά παρελθόν.