Αν ζούσε σήμερα ο Οσκαρ Γουάιλντ, ίσως να παράφραζε τον διάσημο αφορισμό του για τη μόδα και να έλεγε ότι η σύγχρονη τέχνη είναι κάτι τόσο άσχημο, που πρέπει να αλλάζει διαρκώς. Ή, από την άλλη, μπορεί να ήταν ένας κριτικός μοντέρνας τέχνης που αρέσκεται σε εξεζητημένους κι επιτηδευμένους αφορισμούς σαν τον Μορφ Βαντεργουάλτ, τον κεντρικό ήρωα του «Velvet Buzzsaw» (ή στα ελληνικά «Βελούδινο Πριόνι», της νέας ταινίας του Νταν Γκίλροι, η οποία μετά την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Σάντανς προβάλλεται ήδη στο Netflix.
Ο (μικρό)κοσμος της μοντέρνας τέχνης, γεμάτος από κλισέ και στερεότυπα που ανταγωνίζονται σε εξωφρενικότητα μόνο με τις τιμές που αγγίζουν τα έργα ή με την ταχύτητα με την οποία αναδεικνύονται διαρκώς οι νέες ιδιοφυΐες που διεκδικούν τα δεκαπέντε λεπτά της διασημότητας, κατά το χρησμό του πατέρα της pop art, ήταν θεωρητικά ένας εύκολος αντίπαλος για αποδόμηση και σάτιρα, ο Γκίλροϊ, ωστόσο, στην τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία του μετά τον εξαιρετικό «Νυχτερινό Ανταποκριτή» και το απρόβλητο στη χώρα μας “Roman J. Israel, Esq.” πέφτει θύμα των υπερφιλόδοξων προθέσεων του να συνδυάσει την καυστική κριτκή με τον μεταφυσικό τρόμο. Το τελικό αποτέλεσμα δυστυχώς διαψεύδει τις προσδοκίες, κυρίως γιατί ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος αφενός υποτιμά τελικά αυτό που μάλλον ανώδυνα προσπαθεί να στηλιτεύσει, αφετέρου αναμειγνύει δύο ετερόκλιτα είδη, τα οποία δεν ομογενοποιούνται ποτέ σε ένα αρραγές σύνολο.
Οι προθέσεις του Γκίλροϊ γίνονται εμφανείς από την εισαγωγή στην ακριβοθώρητη έκθεση Art Basel στο Μαϊάμι, έναν από τους πλέον προσοδοφόρους «ναούς» της σύγχρονής τέχνης, όπου συστήνεται στο θεατή, σε πλήρη επιτήδευση, ένα πολυπληθές μωσαϊκό από ήρωες, αντάξιο (αριθμητικά τουλάχιστον) μιας δημιουργίας του Ρόμπερτ Ολτμαν, πριν μεταφερθεί η δράση στο Λος Άντζελες.
Ο Μορφ Βάντεργουολτ, διάσημος κριτικός τέχνης που με μια κριτική του μπορεί να απογειώσει ή να καταβαραθρώσει έναν καλλιτέχνη (κι αντίστοιχα την τιμή των έργων του), η αδίστακτη κι εκατομυριούχος ιδιοκτήτρια γκαλερί Ροντόρα Χέιζ, πρώην μέλος του πανκ συγκροτήματος που δίνει στην ταινία τον τίτλο της, η οποία έχει μετατρέψει την οργή της σε έναν ακόρεστο κυνισμό για την ανακάλυψη του νέου, hot ονόματος στον καλλιτεχνικό κόσμο, η εξίσου φιλόδοξη βοηθός της Τζοζεφίνα, ο φτασμένος, αλλά σε δημιουργική κρίση από τότε που έκοψε το αλκοόλ, ζωγράφος Πιρς, ο ανταγωνιστής της Ροντόρα κι επίσης αδίστακτος γκαλερίστας Τζον Ντοντόν, η curator που ζει κι αναπνέει για την τέχνη Γκρέτσεν και ο ανερχόμενος underground και διστακτικός ως προς την εμπορευματοποίηση του έργου του καλλιτέχνης Ντάμρις είναι μερικοί μόνο από τους ήρωες, που, όπως τα ονόματά τους έκδηλα προδίδουν, αντιπροσωπεύουν περισσότερο στερεότυπα, παρά ολοκληρωμένους χαρακτήρες.
Κι ενώ το πρώτο μισό στήνει το υπερφίαλο σύμπαν μέσα στο οποίο θα αναπτυχθούν οι δυναμικές των σχέσεων της εκατέρωθεν εκμετάλλευσης και του ανταγωνισμού όλων των ηρώων ανάμεσα σε έργα τέχνης αμφίβολης αισθητικής, αλλά διαπραγματεύσιμης (και κυρίως χειραγωγήσιμης) οικονομικής αξίας, τα πράγματα θα αρχίσουν να παίρνουν μια πολύ πιο σκοτεινή τροπή, όταν η Τζοζεφίνα θα ανακαλύψει στην πολυκατοικία της το πτώμα του μοναχικού και μυστηριώδους γείτονά της με το όνομα Βέτριλ Ντιζ (αλίμονο) και θα βρει στο διαμέρισμά του έναν ολόκληρο θησαυρό από πίνακες ζωγραφικής , οι οποίοι μαγεύουν κι ερεθίζουν με τη σκοτεινή θεματική τους και την εικαστική τους δύναμη, όχι μόνο την Τζοζεφίνα, αλλά και όλους όσοι έρχονται σε επαφή μαζί τους. Παρά τη ρητή εντολή του εκλιπόντος ζωγράφου να καταστραφεί το σύνολο του έργου του, η επιδέξια προώθηση της Ροντόρα, και οι διθύραμβοι του Βάντεργουολτ θα μετατρέψουν τον Ντιζ εν μία νυκτί στη νέα αποκάλυψη που συνταράσσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, όσο όμως οι πωλήσεις παίρνουν φωτιά, το καταχθόνιο μυστικό που κρύβουν οι πίνακες θα αρχίσει να εξοντώνει σιγά σιγά αυτούς που παρέβησαν την τελευταία επιθυμία του δημιουργού τους.
Με μερικές εξαιρετικές ιδέες, όπως το αίμα του νεκρού καλλιτέχνη ως υλικό που αναζητά εκδίκηση αναδυόμενο από τους πίνακες ή το πτώμα στην γκαλερί που θεωρείται από τους επισκέπτες ως έκθεμα, οι οποίες όμως δεν απογειώνονται ποτέ, αλλά χάνονται σε ένα ανερμάτιστο σύνολο, το Velvet Buzzsaw είναι άλλη μια ταινία στο Netflix που αναζητά την εύκολη κι ανώδυνη κατανάλωση και στοχεύει περισσότερο στη δημιουργία memes με την ελπίδα αυτά τα γίνουν viral, όπως συνέβη με το "Bird Box".»
To «Velvet Buzzsaw» θέτει μερικά πολύ ενδιαφέροντα ερωτήματα για το ρόλο της σύγχρονης τέχνης, την διαχρονική αισθητική της αξία και την πολιτική της προώθησής της, όπως αυτή χαράσσεται πλέον και επηρεάζεται από μια ολιγάριθμη ομάδα κριτικών, curators και ιδιοκτητών γκαλερί, οι οποίοι μπορούν να απογειώσουν με ακατάληπτο λεξιλόγιο και χωρίς οποιοδήποτε αξιόπιστο a priori κριτήριο την κάθε μετριότητα με σκοπό να εμπλουτίσουν και να αναζωογονήσουν μια αγορά που διψά να επενδύσει πλουσιοπάροχα στο next best thing μέχρι να εμφανιστεί το αμέσως επόμενο. Δεν έχει όμως τα κότσια να δώσει μια εμβριθή απάντηση, να σκάψει πιο βαθιά ή έστω να ξύσει κάτω από την αναφίβολα γοητευτική επιφάνεια των πραγμάτων, παρά αναλώνεται στον επιδερμικό σχολιασμό και στο (καλοδεχούμενο πάντα) fun μιας ανώδυνης ειρωνείας.
Oταν μετατρέπεται σε θρίλερ και αγκαλιάζει την εγγενή υπερβολή του, το φιλμ γίνεται περισσότερο λειτουργικό και παρουσιάζει μια σειρά από ευφάνταστους κι απολαυστικούς, είναι αλήθεια, φόνους. Επειδή, όμως, έχει προηγηθεί μια παρέλαση αντιπαθητικών, εγωτικών και κενών «προσωπικοτήτων» του κόσμου της τέχνης, ο σταδιακός αποδεκατισμός τους δεν προκαλεί καμία αγωνία στο θεατή, ούτε κάποια συναισθηματική ταύτιση, απεναντίας ικανοποιείται ένα βασικό (από όλες τις απόψεις) ένστικτο ηδονοβλεψίας μπροστά στη μετατροπή του φόνου σε τέχνη.
Σε ένα ηλιόλουστο και εξαιρετικά φωταγωγημένο από τον Ρόμπερτ Ελσγουιτ μέσα στην ποπ υπερβολή του Λος Αντζελες, το οποίο στην πιο σκοτεινή και νυχτερινή εκδοχή του είχε αποτελέσει το terrain για τον «Νυχτερινό Ανταποκριτή», το εντυπωσιακό ντεμπούτο του σκηνοθέτη, το πολυπληθές καστ (Ρενέ Ρούσο, Τόνι Κολέτ, Τζον Μάλκοβιτς, Τομ Στέριτζ, Νταβίντ Ντιγκς και Ζάουι Άστον) κάνει ό,τι μπορεί για να προσδώσει ενδιαφέρον στις καρικατούρες που καλείται να ερμηνεύσει, αρκείται όμως στο να τονίζει τελικά εκείνο το στερεοτυπικό χαρακτηριστικό που πρεσβεύει. Κορυφαίος όλων, ο Τζέικ Τζίλενχααλ, στη δεύτερη συνεργασία του με τον Γκίλροϊ μετά τη σφόδρα υποτιμημένη ερμηνεία του στον Ανταποκριτή, πλάθει έναν χαριτωμένα αμφιφυλόφιλο Μορφ Βαντεργουόλτ, οριακά εκνευριστικό, ματαιόδοξο και υπερφίαλο, ο οποίος εξαπολύει one liners που βρίθουν από διανοητική έπαρση κι αυταρέσκεια, παραδίδεται ωστόσο κι αυτός στην υστερία.
Με μερικές εξαιρετικές ιδέες, όπως το αίμα του νεκρού καλλιτέχνη ως υλικό που αναζητά εκδίκηση αναδυόμενο από τους πίνακες ή το πτώμα στην γκαλερί που θεωρείται από τους επισκέπτες ως έκθεμα, οι οποίες όμως δεν απογειώνονται ποτέ, αλλά χάνονται σε ένα ανερμάτιστο σύνολο, το Velvet Buzzsaw είναι άλλη μια ταινία στο Netflix που αναζητά την εύκολη κι ανώδυνη κατανάλωση και στοχεύει περισσότερο στη δημιουργία memes με την ελπίδα αυτά τα γίνουν viral, όπως συνέβη με το Bird Box. Κι είναι κάπως ειρωνικό ότι μέχρι στιγμής ο μοναδικός αντίκτυπος που έχει προκαλέσει η ταινία (κι ενδεχομένως η μοναδική παρακαταθήκη που θα αφήσει) είναι το gif του γυμνού Τζέικ Τζίλενχααλ με το λάπτοπ. Ισως στο νέο, γενναίο κόσμο που ζούμε αυτό να είναι τελικά η τέχνη.