Στη μακρόχρονη παράδοση του σκανδιναβικού κινηματογράφου να παρουσιάζει εντυπωσιακά πορτρέτα της παιδικής ηλικίας μέσα από ταινίες που απέχουν από το στερεοτυπικό genre της «παιδικής» ταινίας και αγκαλιάζουν πιο σκοτεινά είδη, το «Η Κοιλάδα των Σκιών», σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νορβηγού Γιόνας Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν, αποτελεί τη νεά, αναπάντεχη και δυναμική προσθήκη.

Το γεμάτο αυτοπεποίθηση φιλμ του νεαρού σκηνοθέτη, γυρισμένο στα 35mm, εκμεταλλεύεται στο έπακρο το υποβλητικό σκανδιναβικό τοπίο και τη μυθολογία και τις λαϊκές παραδόσεις του Βορρά για να υποβάλει τον θεατή από την αρχή σε μια κατανυκτική κι απόκοσμη ατμόσφαιρα. Η ιστορία είναι απλή: ο εξάχρονος Ασλάκ μεγαλώνει με τη μητέρα του σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Νορβηγίας, το οποίο περικυκλώνεται από ένα επιβλητικό κι αδιαπέραστο δάσος. Το κλίμα στο σπίτι τους βαρύνει η απουσία του μεγαλύτερου αδερφού, ο οποίος είναι μπλεγμένος σε κάτι που η φαντασία του μικρού Ασλάκ δεν μπορεί να κατανοήσει, παρά βλέπει μόνο το άδειο δωμάτιό του και παρακολουθεί τις επισκέψεις της αστυνομίας στην ανήσυχη και προβληματισμένη μητέρα του.

Μια μέρα ο Λάσε, ο αρκετά μεγαλύτερος σε ηλικία φίλος του, θα του δείξει ένα κοπάδι από πρόβατα, το οποίο έχει μυστηριωδώς σφαγιαστεί. Το γεγονός αυτό θα εξάψει την φαντασία των δύο παιδιών, ειδικά όταν τα κρούσματα των επιθέσεων στα άκακα οικόσιτα αυξηθούν. Οι πιο ρεαλιστές και πραγματιστές χωρικοί θα αποδώσουν τις επιθέσεις στους λύκους και θα χτίσουν ένα φράχτη στις παρυφές του δάσους, για τα δύο πιτσιρίκια, ωστόσο, υπεύθυνοι για το φαινομενο είναι οι λυκάνθρωποι, αυτά τα μυθικά τέρατα που κατοικούν στο παρακείμενο δάσος και για τα οποία διαβάζουν με ζήλο σε ένα εικονογραφημένο βιβλίο. Οσο πλησιάζει η πανσέληνος, ο φόβος και η ανησυχία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα κλιμακωθούν, ενώ μια οικογενειακή τραγωδία και η εξαφάνιση του σκύλου του Ασλάκ θα οδηγήσουν το μικρό αγόρι στην παράτολμη απόφαση να εξερευνήσει το δυσοίωνο δάσος. Εκεί θα ανακαλύψει ότι το τέρας έχει διαφορετική μορφή από εκείνη που περίμενε.

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτής της Κοιλάδας των Σκιών είναι η σοφή απόφαση του σκηνοθέτη να υιοθετήσει στην αφήγηση την οπτική γωνία του μικρού πρωταγωνιστή της και να διυλίσει την πραγματικότητα μέσα από τον εύθραυστο ψυχισμό του και την οργιώδη φαντασία του. Ο μικρός Ασλάκ δίνει τη δική του ερμηνεία σε έναν απειλητικό κι ακατάληπτο κόσμο, ο οποίος στιγματίζεται από την απώλεια και το κακό και το τοπίο αντικατοπτρίζει αυτό τον βαθύτερο φόβο του. Χωρίς πατρικό πρότυπο, με μια συναισθηματικά αποστασιοποιημένη απέναντί του μητέρα, η οποία απουσιάζει για ακατάληπτους γι’ αυτόν λόγους τα βράδια κι έναν μεγαλύτερο αδερφό εξαφανισμένο και με προβλήματα με το νόμο, ο Ασλάκ βιώνει τη μοναξιά και τη συναισθηματική εγκατάλειψη με το μόνο τρόπο που μπορεί, καταφεύγοντας στο παραμύθι και δαιμονοποιώντας την αιτία όσων τον βασανίζουν.

Περισσότερο ένα σκοτεινό ψυχολογικό δράμα, παρά ένα θρίλερ με την παραδοσιακή τουλάχιστον έννοια, η ταινία του Γιόνας Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν δίνει έμφαση στο σταδιακό χτίσιμο μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας υπαινικτικού τρόμου κι αδιόρατης απειλής, παρά στη δραματουργία ή στους διαλόγους. Με τη βοήθεια του αδερφού του, Μάριους Μάτζοφ Γκιουλμπράντσεν, στη διεύθυνση φωτογραφίας, ο σκηνοθέτης χτίζει έναν κόσμο που παραπέμπει σε παραμύθι των αδερφών Γκριμ και σε μεσαιωνικές λιθογραφίες, ο οποίος μοιάζει να κατοικείται από ένα τέρας που δεν εμφανίζεται ποτέ, γιατί κατοικεί βαθιά μέσα στον πρωταγωνιστή της.

Το δάσος γίνεται η καρδιά του σκότους μέσα στην οποία θα χαθεί το αγόρι προκειμένου να βρει τις απαντήσεις και η ταινία παίρνει στο δεύτερο μέρος μια πιο λυρική κι αλληγορική τροπή, όπου ο χώρος και χρόνος χάνουν τη ροή και τη συνέχειά τους, παραπέμποντας στην εικονοποιεία μεγάλων Ρώσων δημιουργών, όπως ο Ταρκόφσκι και ο Ζβιάγκιντσεφ, ενώ στην κατανυκτική σκηνή της βαρκάδας μέσα στο ποτάμι έρχεται στο νου η αντίστοιχη εμβληματική σεκάνς της «Νύχτας του Κυνηγού», αναφορές που φυσικά τιμούν τη δουλειά και το όραμα του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.

Στην επιτυχία του εγχειρήματος συμβάλλουν, βέβαια, τόσο η παρουσία του μικρού Αντάμ Εκελί στον ρόλο του Ασλάκ, ο οποίος διαθέτει μια μορφή αγγελική και δαιμονική ταυτόχρονα, που μοιάζει να μεταλλάσσεται ανάλογα με τη γωνία λήψης της κάμερας και θυμίζει άλλοτε μακρινό απόγονο των μικρών κατοίκων της «Πόλης των Καταραμένων» κι άλλοτε αποπνέει όλη την πληγωμένη ευαισθησία του χαρακτήρα που υποδύεται, όσο και η μουσική του μεγάλου Πολωνού συνθέτη και συνεργάτη του Κισλόφσκι, Ζμπίγκνιου Πράισνερ, ο οποίος με τη βοήθεια της Λίζα Γκέραρντ στα φωνητικά, συνθέτει ένα score που άλλοτε ακολουθεί τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του μικρού αγοριού κι άλλοτε τονίζει τον συναισθηματικό αντίκτυπο του απόκοσμου τοπίου.

Στο τελευταίο μέρος, η ταινία επιστρέφει σε πιο στέρεα και ρεαλιστικά εδάφη και αυτό το πρώτο ταξίδι του Ασλάκ στον τερατώδη ορίζοντα που απλώνεται μπροστά του κι ονομάζεται ζωή ολοκληρώνεται με μια τυπικά σκανδιναβική στωικότητα. Παρά τη δραματουργική της ανισομέρεια και τους αργούς ρυθμούς της, ωστόσο, αυτή η «Κοιλάδα των Σκιών» είναι μια αναμφίβολα ενδιαφέρουσα περιοχή προς εξερεύνηση, έστω κι αν θα θέλαμε ο σκηνοθέτης της να άφηνε περισσότερο το κακό να μπει.