Παραγωγικός όσο και άνισος, κατά βάση μέτριος αν και με τις δημοφιλείς στιγμές του, Βρετανός αλλά και κομματάκι διεθνής, ο Μάικλ Απτεντ (του «The Triple Echo» στα 70s, «Η Κόρη του Ανθρακωρύχου» και «Γορίλλες στην Ομίχλη» στα 80s, «Nell» στα 90s, «Enough» στα 2000, «Τα Χρονικά της Νάρνια» στα 2010s) φτάνει αισίως στα 76 του χρόνια για να προκαλέσει αδικαιολόγητα σχόλια περί του παλιομοδίτικου στιλ του (ήταν το ίδιο «κλασικά βαρετός» και όταν σκηνοθετούσε τον Πιρς Μπρόσναν ως Τζέιμς Μποντ στο «The World is Not Enough»), αλλά κυρίως για να επιβεβαιώσει (γι’ ακόμη μια φορά – σίγουρα όχι την τελευταία) πως ένα περιζήτητο σενάριο, μερικές σωστές επιλογές και μια όλο φιλοδοξίες υπόσχεση δεν αρκούν για μια καλή ταινία.
Τα περί περιζήτητου σεναρίου δεν προκύπτουν ούτε κατά διάνοια καθώς παρακολουθείς το «Unlocked» που μέχρι να φτάσει Ελλάδα έγινε «Συνομωσία», αλλά από το γεγονός πως το γραμμένο από τον Πίτερ Ο’ Μπράιεν σενάριο υπήρξε στις πρώτες θέσεις αυτών που δεν είχαν γίνει ακόμη ταινία το 2008. Η καλή του τύχη θα το έσωζε από την πρώτη επιλογή σκηνοθέτη που ήταν ο Μίκαελ Χάφστρομ της «Τελετής», του «Σχεδίου Απόδρασης» και κυρίως του «Σαγκάη, Η Πόλη των Κατασκόπων» και θα το έριχνε στα έμπειρα – πλην διεκπεραιωτικά χέρια του Μάικλ Απτεντ.
Μην αναρωτιέστε λοιπόν για το γεγονός πως στην ταινία Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο Μπαράκ Ομπάμα και το θέμα του ISIS μοιάζει προσαρμοσμένο από μια πρότερη υπόθεση τρομοκρατών που στην πραγματικότητα θέλει πιο πολύ να καυτηριάσει τη διαπλοκή των μυστικών υπηρεσιών ανά τον κόσμο και το βρώμικο παιχνίδι που παίζεται ερήμην ανθρώπινων ζωών ενόχων και αθώων, παρά να μιλήσει με διαφάνεια για το θέμα της σύγχρονης απεχθούς τρομοκρατίας.
Η υπόθεση ξεκινάει όταν η Αλις, μια από τις καλύτερες ανακρίτριες της CIA, έχει αποσυρθεί και ζει πλέον στο Λονδίνο, μετά από την αποτυχία της σε μια αποστολή που είχε για αποτέλεσμα μια πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι που φέρει ως βάρος στη συνείδησή της. Οταν η CIA όμως θα την χρειαστεί αυτή θα αναλάβει ξανά δράση προκειμένου να ανακρίνει έναν μεσάζοντα ο οποίος γνωρίζει πληροφορίες για ένα επικείμενο τρομοκρατικό χτύπημα με βιολογικά όπλα. Κατά τη διάρκεια μιας αγωνιώδους ανάκρισης θα μάθει πως οι άνθρωποι που της ζήτησαν τις υπηρεσίες της δεν είναι της CIA και έτσι θα προσπαθήσει να το σκάσει, την ίδια στιγμή που πρέπει να σταματήσει με κάθε τρόπο και τους τρομοκράτες.
Με ανοιχτή τη γραμμή Αμερικής (CIA) και Λονδίνου (MI5), η Νούμι Ραπάς – που είναι το καλύτερο πράγμα της ταινίας, ιδανική action woman ήδη από την εποχή του «Κοριτσιού με το Τατουάζ» - θα γίνει το μπαλάκι των plot twists που ξαφνιάζουν μόνο τη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά ενώ χτίζουν ένα (χμ...) ενδιαφέρον και σφιχτοδεμένο πρώτο μέρος, οδηγούν μαθηματικά όλα σε ένα αδιάφορο δεύτερο μέρος που η ανώφελη παρουσία του Ορλάντο Μπλουμ, παρά τα φαινόμενα, δεν είναι ακριβώς το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει.
Ηρωες εμφανίζονται και εξαφανίζονται, νεκροί ανασταίνονται, φαιδρές εξηγήσεις δίνονται, τρομοκράτες μετανιώνουν, ισχυροί προδίδονται και μια ή δυο σκηνές δράσης (ή η θέα της Τόνι Κολέτ με πολυβόλα) δεν αρκούν για να σε κάνουν να αντιμετωπίσεις τη «Συνομωσία» ούτε ως μια χορταστική παλιομοδίτικη περιπέτεια που στην εποχή του μετά-Τζέισον Μπορν επιλέγει σωστά να ρίξει μέσα στην ανδροκρατούμενη αρένα ενός διεθνούς δικτύου ασφαλείας μια γυναίκα.
Και να την (προσοχή: ακολουθούν spoilers) δικαιώσει.