Αν και το «Κατάστημα Μονόκερων» εμφανίστηκε πρόσφατα στον κατάλογο ταινιών το Netflix (και μάλιστα με την στάμπα του «Netflix Original»), η ιστορία του ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 2017, χρονιά κατά την οποία η ταινία πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο. Το φιλμ διαφημίστηκε ως το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Μπρι Λάρσον, το επόμενο καλλιτεχνικό βήμα μιας ηθοποιού που ήδη είχε κατακτήσει το Οσκαρ γυναικείας ερμηνείας λίγα χρόνια πριν, και έκανε την πρώτη προβολή του με στόχο να κυκλοφορήσει το ερχόμενο φθινόπωρο ή έστω της ερχόμενη άνοιξη, αποτελώντας μια ταινία με θετικό μήνυμα που, φαινομενικά τουλάχιστον, δε θα έβρισκε δυσκολίες στην αναζήτηση του κοινού της.
Παραδόξως, η ταινία όχι απλά δεν κυκλοφόρησε τους επόμενους μήνες αλλά δεν παρουσιάστηκε καν σε φεστιβάλ ή ειδικές προβολές, με εξαίρεση την ευρωπαϊκή και διεθνή της πρεμιέρα έναν (!) χρόνο σχεδόν μετά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου. Το φιλμ παρουσιάστηκε σχεδόν εξαναγκαστικά και χωρίς πολλή διαφήμιση και εξαφανίστηκε εκ νέου, για να «αναγεννηθεί» ξανά ως μέρος του καταλόγου πρωτότυπων ταινιών του Netflix, σχεδόν δύο χρόνια μετά από την ολοκλήρωσή του και χωρίς τίποτα στο ενδιάμεσο να έχει αλλάξει στο τελικό προϊόν, εκτός από την δημοτικότητα της Μπρι Λάρσον, η οποία ως «Captain Marvel» φιγουράρει πλέον στα πρωτοσέλιδα της pop κουλτούρας έχοντας την ικανότητα να πουλήσει μια παραμελημένη ταινία απλά και μόνο με την καινούρια υπερ-ηρωική της ταυτότητα.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η αναζήτηση έστω ενός κάποιου τρόπου διανομής της ταινίας έρχεται σε πλήρη αντιστοιχία με την πορεία της κεντρικής ηρωίδας του φιλμ, η οποία κόντρα στην λογική και σε όσα της λένε οι γύρω της εξακολουθεί να πιστεύει ότι όντως η υπόσχεση της απόκτησης ενός μονόκερου αποτελεί έναν ρεαλιστικό στόχο.
Ωστόσο, η εξήγηση της όλης κατάστασης ίσως είναι πολύ πιο απλή. Το «Κατάστημα Μονόκερων» δεν είναι ουσιαστικά μια κακή ταινία, αποτελεί όμως μια γενικόλογη – και στη βάση της – άτολμη δημιουργική απόπειρα, η οποία πίσω από τα φανταχτερά χρώματα και το επιφανειακό μήνυμα ενδυνάμωσης κρύβει μια αληθινά άβολη αμηχανία στον συναισθηματικό χειρισμό της ηρωίδας της. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο αφηγηματικός πυρήνας της ταινίας είναι που δημιουργεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο απέναντι στην αποδοχή της.
Στην θεωρία, το «Κατάστημα Μονόκερων» ακολουθεί την Κιτ, μια βιολογικά αλλά όχι συναισθηματικά ενήλικη κοπέλα στην διαρκή προσπάθεια για επικοινωνία σε έναν κόσμο που λειτουργεί με αντίθετους στη λογική της κανόνες. Οι ειδικοί απορρίπτουν την όλο γκλίτερ και χρώματα τέχνη της, οι γονείς της φαίνεται να μην μπορούν να αντιληφθούν την συναισθηματική της διαφορετικότητα πιέζοντάς της με έναν παθητικό-ενεργητικό τρόπο να ενταχθεί στο κατεστημένο κοινωνικό status quo και ο εργοδότης της, σε μία από εκείνες της δουλειές που περιορίζουν ακόμα περισσότερο την φαντασία της, μοιάζει να προωθεί την ελεύθερη έκφραση μέχρι όμως εκείνο το σημείο όπου μπορεί να έχει ουσιαστική επιρροή.
«Eνώ η ταινία μοιάζει να πιστεύει στην ανεξαρτησία και την διαφορετικότητα, τελικά αποκαλύπτει ως σωτηρία της ηρωίδας την πιθανή σχέση της με ένα όμορφο αγόρι, υποκύπτοντας σε όλα τα ρομαντικά κλισέ. Κι ενώ δείχνει να επιμένει μέχρι τέλους ότι, ναι, το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, δείχνει την ηρωίδα του να ολοκληρώνεται όταν τελικά αποκτά επαφή με στερεοτυπικά στοιχεία της επιτυχίας.»
Υπό αυτές τις συνθήκες, η Κιτ λαμβάνει μια χειροποίητη, φανταχτερή πρόσκληση που την καλεί στο «Κατάστημα», ένα εξίσου φανταχτερό μέρος, όπου τα έντονα neon χρώματα δίνουν την υπόσχεση ενός παραμυθένιου κόσμου. Εκεί, ο ιδιοκτήτης του Καταστήματος (ένας αλαφροΐσκιωτος Σάμιουελ Λ. Τζάκσον με ροζ κοστούμι και γυαλιστερές σερπαντίνες στα μαλλιά) υπόσχεται ότι θα της φέρει αυτό που επιθυμεί πιο πολύ από όλα, έναν αληθινό μονόκερο, μόνο που πρώτα θα πρέπει να αποδείξει ότι αξίζει την αγάπη του και την αιώνια αφοσίωσή του. Μπορεί όντως όλο αυτό να είναι αληθινό ή αποτελεί απλά την τελική επιβεβαίωση ότι η Κιτ αντιμετωπίζει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα;
Προς τιμήν του φιλμ, το «Κατάστημα Μονόκερων» δεν φεύγει ποτέ από το πλευρό της Κιτ, πιστεύοντας σε εκείνη και δείχνοντας υποστήριξη σε κάθε – στερεοτυπικά – παράλογη επιλογή της. Η Λάρσον άλλωστε δίνει στην ηρωίδα της τόσο την παιδική αθωότητα όσο και το απαραίτητο παιδιάστικο πείσμα για να μείνει αποφασισμένα εντός του δρόμου που αποφασίζει να χαράξει. Είναι όμως οι επιμέρους επιλογές που κάνουν τελικά την αφήγηση να καταρρέει αναιρώντας τους δικούς της κανόνες και ακυρώνοντας στην πορεία όλα όσα έχει καταφέρει να χαρίσει στην Κιτ.
Γιατί ενώ η ταινία μοιάζει να πιστεύει στην ανεξαρτησία και την διαφορετικότητα, τελικά αποκαλύπτει ως σωτηρία της ηρωίδας την πιθανή σχέση της με ένα όμορφο αγόρι, υποκύπτοντας σε όλα τα ρομαντικά κλισέ. Γιατί ενώ δείχνει να επιμένει μέχρι τέλους ότι, ναι, το όνειρο μπορεί να γίνει πραγματικότητα, δείχνει την ηρωίδα του να ολοκληρώνεται όταν τελικά αποκτά επαφή με στερεοτυπικά στοιχεία της επιτυχίας. Γιατί ενώ αποτελεί στις προθέσεις της μια ταινία που πιστεύει στην συναισθηματική αλήθεια της Κιτ, τελικά την παρουσιάζει ως ένα σύνολο από ιδιοτροπίες παρά ως ένα ολοκληρωμένο, ενήλικο ή μη, άνθρωπο. Και, το κυριότερο, γιατί ενώ ξεκινά ως μια διαφορετική ανάγνωση του «Γουίλι Γουόνκα και του Εργοστάσιου Σοκολάτας», το «Κατάστημα Μονόκερων» καταλήγει ως μια περιττή επαναφορά του κλισέ του manic pixie dream girl, το οποίο απλά αποκτά επιτέλους τον δικό του πρωταγωνιστικό ρόλο.
Κι αν το φινάλε καταφέρνει τελικά να προσφέρει μια αίσθηση ολοκλήρωσης στον χαρακτήρα της Κιτ, το τελικό αποτέλεσμα δεν παύει ποτέ να αποτελεί μια ταινία καλών προθέσεων, η οποία απλά δεν μπορεί να τις μετουσιώσει σε πράξη. Και δεν είναι ότι η Λάρσον δεν έχει τον έλεγχο ακριβώς του υλικού της, ίσα ίσα και οι κωμικές στιγμές της στην ταινία είναι πιο αποτελεσματικές από τις δραματικές της. Απλά το «Κατάστημα Μονόκερων» φαίνεται να μην μπορεί να υποστηρίξει καν την φαντασία της Κιτ ώστε να αφεθεί ολοκληρωτικά σε μια πραγματικά ονειροπόλα ιστορία ενηλικίωσης.
Στην τελική, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή όχι του μονόκερου, το φιλμ φαίνεται υπερβολικά κολλημένα στις κοινωνικές συμβάσεις για να αποδεχθεί πλήρως τον παραμυθένιο χαρακτήρα του. Και αυτό είναι κάτι που όχι απλά περιορίζει την εξέλιξη της Κιτ αλλά και την συναισθηματική δύναμη της ίδιας της ταινίας.