Η ιστορία ξεκινάει από το σημείο που την είχαμε αφήσει - στο τέλος του «Underworld: H Αναγέννηση». Η Σελίν έχει ανοίξει δύο μέτωπα και προσπαθεί να αντιμετωπίσει όλες τις καταιγιστικές επιθέσεις. Η πιο άμεση προέρχεται από τη φυλή των λυκανθρώπων, που έχουν πια βρει τον υπέρτατο ηγέτη στο πρόσωπο του Μάριους, ο οποίος έχει μπολιάσει με φανατισμό και μίσος τους σαρκοβόρους ακολούθους του. Η δεύτερη και πιο ύπουλη έρχεται από μια άλλη φατρία βρικολάκων που την έχουν προδώσει. Μοναδικοί της σύμμαχοι είναι ο Ντέιβιντ και ο πατέρας του, Τόμας Η Σελίν θα πρέπει να βάλει ένα τέλος στην αιώνια διαμάχη μεταξύ λυκανθρώπων και βρικολάκων, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να κάνει την υπέρτατη θυσία.

Και εκεί που λες ότι η σειρά, με το «Underworld: Η Αναγέννηση» είχε χτυπήσει πάτο, έρχεται η «Αιματοχυσία» να ανατρέψει τα δεδομένα.

Η αλήθεια είναι, όμως, ότι η σειρά «Underworld» ξεκίνησε το 2003 με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Είχε δημιουργήσει ένα υπέροχο σύμπαν και μια ενδιαφέρουσα μυθολογία συνδυάζοντας το γοτθικό με το γκοθ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και δίνοντας την ευκαιρία στην Κέιτ Μπέικινσεϊλ να παίξει ίσως τον ρόλο με τον οποίο θα την θυμούνται πια όλοι. Αλλά, 13 χρόνια και 4 ταινίες μετά τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει σε αυτόν το σκοτεινό κόσμο των βρικολάκων και λυκανθρώπων. Για άλλη μια φορά η Μπέικινσεϊλ δείχνει το ίδιο σέξι με τα μαύρα λατέξ ρούχα της, καθώς λυκάνθρωποι και βρικόλακες, οι οποίοι παρεμπιπτόντως μοιάζουν λες και έχουν κολλήσει σε κάποιο αιώνιο S&M πάρτι, την κυνηγούν ο καθένας για τους λόγους του, χύνοντας στον δρόμο τους μπόλικο αίμα και σωθικά.

Με λίγα λόγια, αν έχετε δει ήδη μια ταινία, τις έχετε δει όλες.

Και όλα αυτά σε συνδυασμό με μια ανόητη και ταυτόχρονα ανούσια πλοκή η οποία, τις περισσότερες στιγμές, μοιάζει να παίρνει τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά κάνοντάς τη έτσι ακόμα πιο ανυπόφορη. Και καθώς η όποια σοβαρή μυθολογία είχε χτιστεί μόνο στο παρελθόν, μετά από τόσες ταινίες και αναφορές σε ονόματα και καταστάσεις, μοιάζει σήμερα περισσότερο σαν μια γελοιογραφία παρά ως κάτι το ενδιαφέρον ή, στην τελική, ως ένα απενοχοποιημένο «είναι τόσο κακό που είναι καλό» b-movie. Ολα μοιάζουν ως μια χαμένη ευκαιρία.

Μεταπηδώντας από την μικρή οθόνη («Criminal Minds», «Outlander») στη μεγάλη και με θητεία ως μόνιμη συνεργάτης από πολλά πόστα στο πλευρό του Ρόλαντ Εμεριχ, η Ανα Φέρστερ, μοιάζει ανήμπορη να ανταπεξέλθει στις όποιες απαιτήσεις της ταινίας. Ακολουθεί την πεπατημένη, όπως εξάλλου είχαν κάνει και οι προγενέστεροί της, χωρίς να προσθέτει κάτι φρέσκο στην σειρά. Αντιθέτως, την αντιμετωπίζει ως ένα επεισόδιο μιας τηλεοπτικής σειράς γεμάτη με βαρύγδουπα εφέ και ακατανόητη δράση που πολλές φορές δεν μπορεί να βγάλει ούτε το υποτυπώδες σασπένς που της αρμόζει.

Και ενώ βρισκόμαστε στο ίδιο (γκοθ) έργο χρόνια θεατές, ήδη από τα πρώτα κιόλας λεπτά αναρωτιέται κανείς αν υπάρχει πραγματικά πλέον κάποιος που νοιάζεται για αυτόν τον ανίερο πόλεμο μεταξύ βρικολάκων και λυκανθρώπων. Καθώς οι τίτλοι τέλους πέφτουν, υπονοώντας (σοκ) και μια έκτη ταινία, το μόνο που απομένει είναι να βρεθεί κάποιος θαρραλέος για να δώσει στην, παρωχημένη αυτή, σειρά αυτό που πραγματικά χρειάζεται. Οχι μια νέα πνοή, αλλά ένα παλούκι στην καρδιά και για να βρει η σειρά, κι εμείς ως θεατές, την απόλυτη γαλήνη.