H Mαρία, μία χωρισμένη μεσήλικη μητέρα και πλέον και γιαγιά, ζει κι εργάζεται στο Μπιλμπάο, όταν πληροφορείται τα τραγικά νέα: στάδιο 4. Εχει καρκίνο, έχει ελάχιστο χρόνο. Ο μοναχογιός της επιμένει να τη φέρουν στο σπίτι, μετατρέποντας το καταθλιπτικό του γραφείο στη νέα της κρεβατοκάμαρα, δίπλα στο δωμάτιο των μικρών ατίθασων αγοριών του. Οι κολλητές της δείχνουν αμέριστη συμπαράσταση όταν εκείνη τους πληροφορεί ότι δεν μπορούν να κάνουν τελικά το ονειρεμένο ταξίδι τους στην Ελλάδα - θα αρχίσει θεραπείες. Ολοι είναι στο πλευρό της. Ομως η Μαρία είναι 55 χρονών. Κοιτώντας τη θέα από το γκρίζο παράθυρο του νοσοκομείου της παίρνει την απόφαση. Κάνει το ταξίδι στα ελληνικά νησιά. Στη Νίσυρο θα συνδεθεί με τη γη, το ηφαίστειο, τη θάλασσα και θα αποφασίσει να μείνει λίγο ακόμα - παρά τις αντιρρήσεις του γιου της και το πρόγραμμα των χημειοθεραπειών της. Θα συνδεθεί και με τον Στέφανο, έναν ντόπιο ψαρά, που κουβαλά κι εκείνος τους δικούς του δαίμονες. Κάποια στιγμή όμως, η Μαρία πρέπει να γυρίσει πίσω. Ή δεν υπάρχουν «πρέπει» πια;
Δυστυχώς αρχίζουμε να ζούμε, όταν συνειδητοποιούμε ότι θα πεθάνουμε. Κι αν αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα κλισέ, ο Μιγκέλ Ανχελ Χιμένεθ εκπλήσσει ευχάριστα: αποφεύγει όλα τα κλισέ. Ο τρόπος που κινηματογραφεί το Μπιλμπάο, με σκιές και ξεπλυμένα χρώματα, ελλειπτικά πλάνα, όπου η κίνηση ή ο λόγος δεν ολοκληρώνονται, και γεωμετρικά κάδρα εγκλωβισμού (το παράθυρο του σπιτιού της Μαρία δεν έχει θέα - η ογκώδης σιδερένια γέφυρα την μπλοκάρει) αντικαθιστούν κάθε πιθανή μελό αποτύπωση της αρρώστιας. Αλλωστε το πρόσωπο της ηθοποιού του, της πάντα υπέροχης Εμα Σουάρεζ (τη γνωρίσαμε ως «Julieta» του Πέδρο Αλμοδόβαρ) είναι ένας ανεξάντλητος εκφραστικός καμβάς. Δεν χρειάζονται πολλά λόγια. Βλέμματα, σιωπές, ρυτίδες - παράπονο, πόνος, εύθραυστη δύναμη, λαχτάρα.
Ακόμα και η Ελλάδα του Χιμένεθ, ένα ακόμα επικίνδυνο στοίχημα, δεν είναι καρτποσταλική. Κι ας ξεκινά με τον λουσμένο στο φως Παρθενώνα, κι ας έχει βόλτες στου Ψυρρή και σουβλάκι στην Πλάκα και ας καταλήγει σε έρωτα με ψαρά σε ελληνικό νησί. Τίποτα δεν καταγράφεται τουριστικά, εύκολα, στερεοτυπικά (αν εξαιρέσουμε λίγο της αλά «Mamma Mia!» φίλες που πέφτουν σε κουρασμένα κλισέ για την μεσήλικη στερημένη γυναίκα). Η κάμερα του Χιμένεθ έχει έναν δικό της ρεαλισμό. Φυσικά και θα συλλάβει την ομορφιά του τοπίου, και τι αισθήσεις αυτή θα ξυπνήσει στην ηρωίδα, αλλά θα σταθεί περισσότερο στη δύναμη της γήινης απλότητας, ξυπόλητη και τσαλακωμένη και χτυπημένη από αλμύρα - όπως το πρόσωπο του Ακύλλα Καραζήση, ο οποίος χαρίζει μία μελετημένη ενέργεια στον μεσήλικα ψαρά του. Σαν το άναρχο μούσι του κι αυτός - αρρενωπός και παρατημένος, να καλύπτει με το χύμα του μία κρυμμένη επιδερμίδα ευγένειας και ανικανοποίητης τρυφερότητας.
Από εκεί και πέρα όμως ο Χιμένεθ χάνει την πορεία της ταινίας, κάτι που έρχεται ως απογοητευτική έκπληξη γιατί είχε περάσει τα δύσκολα μποφόρ. Ο χειρισμός της απόφασης της Μαρία, ο παραλληλισμός του ελληνικού ακριτικού νησιού με την τελευταία πράξη ελευθερίας, το ζευγάρι που συγκρούεται σ' ένα πρωινό μεθύσι (μια σκηνή που μοιάζει να γράφτηκε ως σύγκρουση για τη σύγκρουση, ή ως άχρηστη υπενθύμιση ότι κι ο Ελληνας/μοναχικός λύκος είναι ηττημένος και τρωτός), η αποκάλυψη της αρρώστιας στον εραστή της, ο Ισπανός γιος που μιλάει και παίζει σαν σε άλλη ταινία - όλα μοιάζουν και συμβαίνουν απότομα, φορσέ, μηχανικά. Ξαφνικά ο ρυθμός από πράξη σε πράξη βαραίνει, σέρνεται, τα πάντα υπογραμμίζονται.
Κι είναι κρίμα γιατί η υπομονή που έδειχνε ο Χιμένεθ στην κινηματογράφησή του, η εμπιστοσύνη στο να αφηγηθεί την ιστορία του η γη, ο αέρας και το φως, με κλεμμένες στιγμές και πλάνα, χωρίς περιττές καλλιγραφίες, μοιάζει να δίνει τη θέση της σε κάτι έντονο και στομφώδες.
Κι έρχεται η τελευταία σκηνή, σαν ανεξήγητο καλοκαιρινό αεράκι, να σου χαϊδέψει ένα χαμόγελο στο μάγουλο κι ένα βούρκωμα στο βλέμμα και να σου υπενθυμίσει το ταλέντο αυτού του σκηνοθέτη - όταν κι ο ίδιος το εμπιστεύεται.
Το «Παράθυρο στη Θάλασσα» θα προβληθεί τη Δευτέρα 13 Ιουλίου στις 21.30 στο Σινέ Φλερύ στην Αθήνα και στο Σινέ Ναταλί στη Θεσσαλονίκη στις 23.15, στο πλαίσιο του Cinobo Nights.