Στις 3 Ιανουαρίου του 1889, ο Φρίντριχ Νίτσε βγήκε από το σπίτι του, στο νούμερο 6 της οδού Κάρλο Αλμπερτ. Κάνοντας μερικά βήματα, συνάντησε τον οδηγό μίας άμαξας, που προσπαθώντας μάταια να μετακινήσει το πεισμωμένα ακίνητο άλογό του, άρχισε να το μαστιγώνει. Τότε ο Νίτσε επενέβη αγκαλιάζοντας το ζώο και ξεσπώντας σε λυγμούς. Επιστρέφοντας στο σπίτι του έμεινε ακίνητος για δύο μέρες, μέχρι που ψέλλισε τις τελευταίες του λέξεις και πέρασε τα υπόλοιπα δέκα χρόνια της ζωής του στην σιωπή και στην παράνοιά του. Δεν ξέρουμε τι συνέβη στο Αλογο του Τορίνο....
Αυτά είναι τα λόγια του αφηγητή που μας εισάγουν στο σύμπαν της ιστορίας. Ενα ερημωμένο, βιβλικό τοπίο, ξερό και αφιλόξενο, ξεχασμένο κι από τον ίδιο το Θεό. Ενα φτωχικό, μονοκάμαρο αγροτόσπιτο που το μαστιγώνει ανελέητα ο άνεμος. Ενας σακατεμένος γερασμένος αγρότης και η κόρη του σε μία μάταιη, καθημερινή, μονότονη ιεροτελεστία επιβίωσης.
Το άλογο στο οποίο στηρίζονται για τη συντήρηση του σπιτικού τους, ή έστω την απεγνωσμένη απόδραση από αυτό, έχει γεράσει. Μέσα από το ζώο, που στα τελικά στάδια της ζωής του, αρνείται το ζυγό, την τροφή και το νερό, ο υπερήλικας αγρότης εισπράττει ότι πλησιάζει και η δική του μεγάλη νύχτα. Πεισμωμένα, όσο και μελαγχολικά, το αρνείται. Κοιμάται και ξυπνάει παλεύοντας με τις δυνάμεις του, τα στοιχεία της φύσης, την αναπόφευκτη μοίρα. Η φιγούρα της κόρης του, αδιευκρίνιστης ηλικίας αλλά ανεπίστρεπτα γερασμένη, μοιάζει να συμβολίζει το καρμικό αδιέξοδο μίας μελλοντικής παρόμοιας τύχης. Κάπως έτσι θα έρθει κάποτε και το δικό της τέλος.
Ο Μπέλα Ταρ («Κολαστήριο», «Satantango», «Οι Αρμονίες του Werckmeister») δεν αφηγείται ιστορίες. Κινηματογραφεί την κατάσταση της ανθρώπινης φύσης. Είναι σχεδόν θρασύς ο τρόπος που κάνει σινεμά. Ενα σινεμά γυμνό από κάθε ευκολία, που μιλάει βουβά την ατόφια κινηματογραφική γλώσσα. Μέσα από 5 κεφάλαια που καταγράφουν αντίστοιχες μέρες στο πέτρινο αυτό σπίτι, μέσα από 30 αριστοτεχνικές λήψεις που κινηματογραφούν κυκλικά τη ρουτίνα μίας αδιέξοδης ζωής, ο θεατής δεν καταλαβαίνει, όσο αισθάνεται. Ο χώρος τον εγκλωβίζει, όσο και τον περιέχει. Ο χρόνος κυλάει αργά, όσο κι αδυσώπητα μπροστά.
Νιώθουμε την απόγνωση μέσα από τη μη δράση. Την απειλή, από τον αέρα που φλύαρα πρωταγωνιστεί και στα 146 λεπτά. Το κυκλικό μοτίβο του έγχορδου αριστουργηματικού μουσικού σκορ μυρίζει θάνατο. Οι σκιές και τα σκοτάδια της ασπρόμαυρης φωτογραφίας δεν αφήνουν περιθώρια διαφυγής. Η απουσία διαλόγων αλλά η επίμονη περιήγηση στην εικόνα, βάζει το μυαλό σε μία πανικόβλητη πολυλογία. Παρακολουθούμε μία παραβολή για την απέλπιδα πάλη της φτωχής εργατικής τάξης απέναντι στην επέλαση της οικονομικής κρίσης; Ενα φιλμικό φιλοσοφικό θεώρημα για την αναπόφευκτη μοίρα της ανθρώπινης φύσης; Το τέλος της ανθρωπότητας;
Ο Νίτσε με το έργο του απαρνήθηκε το Θεό και ενδυνάμωσε τον Ανθρωπο. Το συμβολικό περιστατικό του Τορίνο που τον ώθησε στην σιωπή και την απομόνωσή του, ιστορικά ερμηνεύτηκε ως η αρχή της παράνοιάς του. Αντίθετα όμως, μπορεί να ήταν η αρχή της πιο πικρής και ευκρινούς διαύγειάς του: αν δεν πιστεύεις στο Θεό, οφείλεις να πιστεύεις στο τέλος.
Ειρωνικά, ο ίδιος ο Μπέλα Ταρ, προτού φύγει από το φεστιβάλ Βερολίνου με την Αργυρή Αρκτο (2011) και το βραβείο της FIPRESCI, είχε μιλήσει για το δικό του καλλιτεχνικό τέλος: αυτή θα ήταν η τελευταία του ταινία. Στην αρχή της καριέρας του είχε πει ότι μέσα από το σινεμά έψαχνε πώς θα σώσει τον κόσμο. Μήπως, όπως το γενναίο γέρικο άλογο που έπαψε να προσπαθεί, μ’ αυτό το κύκνειο αριστούργημα μάς κλείνει το μάτι;