Μία ομάδα αποτελούμενη από εγκληματίες και διεφθαρμένους αστυνομικούς εκβιάζεται από την Ρωσική μαφία και φέρνει εις πέρας δύσκολες αποστολές για λογαριασμό της. Προκειμένου να ξεφορτωθούν τους Ρώσους αποφασίζουν να επικαλεστούν τον αστυνομικό κωδικό 999 (τραυματισμός/θάνατος αστυνομικού) και να την «στήσουν» σε ένα νέο αστυνομικό. Αυτός όμως καταφέρνει να ξεφύγει και μαζί με τον ντέντεκτιβ πατέρα του θα κάνει τα πάντα να ανακαλύψει ποιοι κρύβονται πίσω από αυτή την παγίδα.

Η αρχή της ταινίας είναι παραπλανητική. Και αυτό γιατί η γεμάτη ένταση αποτύπωση της ληστείας, το κοφτό μοντάζ, το δέσιμο των χαρακτήρων και η ενωτική αύρα που εκπέμπουν στον τρόπο που κινούνται όλοι μαζί, καθώς και η μαεστρική αποτύπωση της καταδίωξης που γνωρίζει πώς να προσφέρει κάτι καινούριο σε μία χιλιοειπωμένη (και ίσες φορές σκηνοθετημένη) αφήγηση υπόσχονται μία πολύ καλύτερη ταινία από αυτή που παραδίδει τελικά ο Χίλκοουτ. Μία ταινία που θεωρητικά δεν περιλαμβάνει καρικατούρες κακούς, που δεν αποτελείται από χαρακτήρες-κινούμενα κλισέ, που δεν περιορίζει τις γυναίκες του καστ σε υποτιμητικούς και πλήρως ανεκμετάλλευτους ρόλους, που δεν μπερδεύει τον αργό ρυθμό με την απλή έλλειψη πειθαρχημένης αφήγησης.

Αντ’ αυτού, ο «Κωδικός 999» είναι μία ταινία που καταρρέει κάτω από το παραφορτωμένο της σενάριο και την αδυναμία να προσδώσει υπόσταση σε όλες τις επιμέρους παραμέτρους της ιστορίας. Εδώ υπάρχουν και διεφθαρμένοι αστυνομικοί, και έντιμα μέλη του σώματος, και Ρώσοι μαφιόζοι, και διαβολικές γυναίκες, και γυναίκες-διακοσμητικά που υπάρχουν εκεί μόνο για να ορίζουν το προφίλ κάποιου άντρα, και ξεκάθαρα τελειωμένοι τύπου που τηλεγραφούν από την αρχή της παρουσίας τους ότι θα βοηθήσουν μόνο στον αποσυντονισμό κάθε σχεδίου, και ακόμα περισσότεροι μαφιόζοι που μόνο βρίζουν και εκτοξεύουν απειλές σε κάθε τους εμφάνιση. Κοινό στοιχείο όλων τους, η μονοδιάστατη αποτύπωση κάθε χαρακτήρα, ικανή μόνο για να τον τοποθετήσει στο απαραίτητο κουτάκι της αφήγησης, δίχως να αναγνωρίζει γκρίζα περιοχή ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο.

Ο Χίλκοουτ είχε μελετήσει τον υπόκοσμο και την σκληρή αντρίλα της μαφίας ήδη στους «Παράνομους», μόνο που εδώ μεταφέρει τη δράση στο παρόν και τους γεμάτους εγκληματικές ισορροπίες δρόμους της Ατλάντα, θεωρητικά εξετάζοντας τους δεσμούς που ωθούν τους ανθρώπους σε ακραίες πράξεις και εγκληματικές πρακτικές. Μόνο που κάθε του προσπάθεια να προσφέρει βάθος στο ταμπλό των ηρώων του τον ρίχνει και σε μία επιπλέον παγίδα. Ναι μεν ο κακός του είναι μια δυναμική γυναίκα, είναι όμως ένας χαρακτήρας με στερεοτυπική Ρώσικη βαριά προφορά και όλα τα κλισέ του (αναλλοίωτου από την δεκαετία του 1980) γκάνγκστερ του ανατολικού μπλοκ. Ναι μεν ο κεντρικός του ήρωας αναγκάζεται, κόντρα στην ηθική του, να ηγηθεί του σχεδίου λόγω του γιου του, πέρα από αυτό όμως δε γίνεται η παραμικρή προσπάθεια για να εξεταστούν οι τύψεις ή έστω οι εσωτερικές διεργασίες της ηθικής του. Ακόμα και το ίδιο το star power του cast της ταινίας αποδεικνύεται «κατάρα» παρά ευλογία της ταινίας καθώς επιβάλλεται να χωρέσει σε ένα σενάριο που δεν δίνει καν προσοχή στους πρωταγωνιστές του, πόσω μάλλον στους περιφερειακούς χαρακτήρες (ειδικά η Γκαλ Γκαντότ λαμβάνει εδώ μικρότερο ρόλο κι από την πρώτη της εμφάνιση στο «Fast & Furious» franchise).

Ισως για αυτό και ο ρυθμός του φιλμ προσπαθεί μάταια στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις παράλληλες αφηγήσεις, μην μπορώντας να εμβαθύνει ικανά ούτε στο διαπροσωπικό δράμα αλλά ούτε και στις σπινταριστές απαιτήσεις των σκηνών δράσης. Σε αντίθεση με την αρχική σκηνή της καταδίωξης, τα πάντα φαντάζουν διαδικαστικά, σχηματικά και, ακόμα χειρότερα, σκηνοθετικά ανοργάνωτα καθώς η ροή της δράσης δεν υποβοηθείται από το μοντάζ ή την επιλογή της λήψης.

Επιπλέον, οι σκηνές της ανάπτυξης των χαρακτήρων απλά περιλαμβάνουν δηλώσεις και όχι συναισθήματα, το βάθος της κάθε προσωπικότητας εξαντλείται σε μια σκληρή ή σαστισμένη έκφραση και το αν κάποιος είναι καλός ή όχι το μαθαίνουμε ακριβώς επειδή… το λέει ο ίδιος.

Και είναι πραγματικά κρίμα μέσα σε αυτό το σύνολο να βλέπεις μερικούς συντελεστές να προσπαθούν τα μέγιστα χωρίς βοήθεια από το πουθενά (ο Τσιουετέλ Ετζιόφορ πλησιάζει περισσότερο από όλους την δημιουργία ενός έστω «ανθρώπινου» χαρακτήρα, η Κέιτ Γουίνσλετ «βολεύεται» στην camp persona της αλλά δεν φτάνει στα άκρα, ίσως στο μόνο στοιχείο της ταινίας που θα δικαιολογούσε την υπερβολή), όσο οι neon φωτισμοί του Νικόλα Καρακατσάνη προσδίδουν όλη την νέο-νουάρ υφή που αγνοεί το σενάριο, δημιουργώντας έναν κόσμο που θα ήθελες πραγματικά να σου αρέσει περισσότερο.

Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι όσοι θέλουν διακαώς να δουν ένα αστυνομικό φιλμ θα κακοπεράσουν με τον «Κώδικα 999». Δυστυχώς όμως όλοι οι υπόλοιποι δεν πρόκειται να ανακαλύψουν τίποτα περισσότερο από μια αστυνομική ταινία που καταρρέει κάτω από τις φιλοδοξίες της, δίχως να καταφέρνει να δημιουργήσει καταστάσεις που ανεβάζουν – όπως θα έπρεπε – την αδρεναλίνη.