Οι Ταξιδιώτες (Travellers) είναι νομαδικές κοινότητες περιθωρίου που ζουν σε τροχόσπιτα στην αγγλική επαρχία, προκαλώντας πονοκέφαλο στις αρχές, καθώς εμπλέκονται σε μικροκλοπές, παρανομίες και, σε κάποιες περιπτώσεις, σοβαρότερα εγκλήματα. Ή τουλάχιστον αυτή είναι η φήμη τους: ότι ζουν παράνομες ζωές. Στα χωράφια έξω από το δάσος του Γκλάουσεστερ συναντάμε μία τέτοια ομάδα. Αρχηγός, ο πάτερ φαμίλιας Κόμπι Κάτλερ - ένας 60χρονος γκάνγκστερ, ο οποίος διοικεί τον καταυλισμό με σιδηρά πυγμή και με την ίδια ατσάλινα άκαμπτη κοσμοθεωρία έχει μεγαλώσει και το γιο του. Τον 35χρονο Τσαντ, ο οποίος έχει πλέον τη δική του οικογένεια και το δικό του μικρό γιο. Ο Κόμπι δεν έστειλε ποτέ τον Τσαντ σχολείο. Τον κράτησε στον καταυλισμό, του έμαθε να οδηγεί γρήγορα κι έξυπνα (ώστε να τον χρησιμοποιεί ως οδηγό στις ληστείες) και του δίδαξε το Λόγο του Θεού: η γη είναι επίπεδη κι ο άνθρωπος δεν βγήκε από τον κώλο της μαϊμούς. Τον έπλασε ο Κύριος και να μην πιστεύει κανείς τίποτα άλλο. Μόνο που ο Τσαντ δε θέλει να μεγαλώσει κι ο ίδιος το γιο του έτσι. Θέλει να κόψει τον ομφάλιο λώρο, να ξεφύγει. Να πάψουν οι αμαρτίες γονέων να παιδεύουσι τέκνα. Θα τα καταφέρει;

Kινηματογραφικό ντεμπούτο για τον τηλεοπτικό Ανταμ Σμιθ (τουλάχιστον στη φιξιόν, καθώς έχει σκηνοθετήσει το «The Chemical Brothers: Don't Think» ντοκιμαντέρ), ο οποίος επιχειρεί να αφηγηθεί μία αρχετυπική φροϋδική ιστορία μέσα από τους θεμελιώδεις συμβολισμούς της Βίβλου και με την επίφαση ενός γκανγκστερικού οικογενειακού δράματος. Φιλόδοξο; Πολύ. Ταυτόχρονα όμως και αρκετά ενδιαφέρον.

Ο πατέρας είναι για τη ζωή κάθε γιου το εμβληματικό του πρότυπο. Οσο κι αν έχουμε συγκρουστεί κι απορρίψει τους γονείς μας στις εφηβικές, ή νεανικές μας επαναστάσεις, η προσωπικότητα μας έχει βαθιές ρίζες σε όσα μισούμε να αγαπάμε στο DNΑ μας. Στις καλύτερες περιπτώσεις, οι «αμαρτίες» που κληρονομούμε είναι συμπεριφορικά σφάλματα με τα οποία θα παλεύουμε μία ζωή. Και, ειρωνικά, θα τα μεταγγίσουμε και στα παιδιά μας. Ενας ομφάλιος λώρος που τροφοδοτεί και στήριξη και ευνούχισμα, και ασφάλεια και τρομοκρατία - με το ίδιο χάδι του παιδικού σου κεφαλιού. Στις χειρότερες περιπτώσεις όμως, τα αμαρτήματα των γονέων δεν παιδεύουν απλά τα τέκνα: τους καταστρέφουν. Κι εκεί τι κάνεις; Μπορείς να σταματήσεις το φαύλο κύκλο;

Τοποθετώντας ένα τέτοιο ισχυρό δίδυμο πατέρα-γιου σ' ένα κλειστό καταυλισμό, που έτσι κι αλλιώς διέπεται από δικούς του νόμους περιθωρίου και μαθαίνει στα παιδιά να μισούν τον συστημικό έξω κόσμο, ο Σμιθ έχει ένα δυναμικό υλικό στα χέρια του. Το γκανγκστερικό αστυνομικό δράμα προσελκύει το θεατή να ακολουθήσει την πλοκή, όμως η πραγματική καρδιά της ιστορίας θα αποκαλύπτεται σταδιακά, μέσα από τη σύγκρουση των δύο αρσενικών φιγούρων και, για όποιον τις καταλαβαίνει, των βιβλικών θρησκευτικών αναφορών και συμβόλων. Γιατί, μην ξεχνάμε ποιος ήταν ο πρώτος διδάξας, ο πρώτος Υιός που θυσιάστηκε (άδικα;) για τον Πατέρα Του. Αλλωστε κι ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας «Trespass Αgainst us» είναι από το Πάτερ Ημών (...and forgive us our trespasses, as we forgive them that trespass against us / καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφελήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν). Oπως κάθε γιος που θέλει να σωθεί, οφείλει να κάνει: να συγχωρήσει το γονιό του και να προχωρήσει μπροστά.

Κάπως έτσι, οι τραμπούκοι γκάνγκστερς που μεγαλώνουν τα παιδιά τους μέσα σε ποτά, τσιγάρα, βρώμικη γλώσσα,βανδαλισμούς και επιδρομές στα βενζινάδικα, μπλέκονται με την εικονογραφία του τοπίου, την παραβολή του απολωλότος προβάτου (εδώ σκυλιού) και το συμβολισμό του Δέντρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού, από όπου μόνο οι έκπτωτοι αποκτούν τα ηνία της ζωής τους (αυτό το τελευταίο θα το καταλάβει κανείς όταν δει την ταινία και την τελευταία της σεκάνς).

Οι Μπρένταν Γκλίσον και Μάικλ Φασμπέντερ προμηθεύουν την αφήγηση με καλοδουλεμένη ενέργεια, βία, εγωπάθεια, σκοτεινιά, πόνο. Εξαιρετική είναι και η παρουσία της Λίντσεϊ Μάρσαλ, στο μοναδικό γυναικείο ρόλο. Ομως οι ερμηνείες δεν αρκούν. Ούτε οι καλές προθέσεις (με τις οποίες είναι στρωμένος ο δρόμος προς την κινηματογραφική Κόλαση). Το πρόβλημα έχει να κάνει με την υπερφιλοδοξία του Σμιθ ότι όλα τα παραπάνω γίνονται κατανοητά, σ' ένα άνισο σενάριο και μ' ένα σκηνοθετικό ύφος που αλλάζει συνεχώς τόνο: φασαριόζικο θρίλερ αυτοκινητοκαταδιώξεων, ήσυχο ανεξάρτητο white-trash δράμα, αλά Τέρενς Μάλικ θρησκευτική παραβολή για κλείσιμο και συμπεράσματα.

Παρόλα αυτά, η καθαρόαιμη απόγνωση για ό,τι αγγίζει τις γεμάτες σφάλματα οικογενειακές μας σχέσεις είναι παρούσα κι αναγνωρίσιμη. Σε στιγμές ανατριχιαστική και σε άλλες συγκινητική. Για μια πιο επιτυχημένη κινηματογραφική απόδοσή της βέβαια, κάποιος μπορεί να ξαναδεί το «Animal Kingdom» (2010), το αριστούργημα του Ντέιβιντ Μισοντ που είχε εξετάσει αυτή την αντίστιξη όσων μας πλάθουν κι όσων μας καταστρέφουν, σ' ένα αυτόματα κλασικό Οικογενειακό crime movie.