Με το που προσγειώνεται στο Παρίσι μετά από επαγγελματικό ταξίδι, ο Ζοσλέν, γοητευτικός πενηντάρης, παριστάνει τον επιβάτη εξ… Αφρικής που περιμένει μια υπάλληλος εταιρείας ώστε να τον μεταφέρουν με λιμουζίνα στην πόλη. Ήδη η εναρκτήρια αυτή σκηνή γνωστοποιεί και το ποιόν του ήρωα, που δεν είναι απλά καλαμπουρτζής, αλλά ένας μανιώδης ψεύτης.

Στην επόμενη σκηνή, όπου γευματίζει μ’ έναν φίλο του γιατρό, θα μάθουμε πως ο Ζοσλέν, επιχειρηματίας επιτυχημένος, εκτός από παραμυθάς κατ’ εξακολούθηση, είναι κι ένας εγωμανής κι ανάλγητος γυναικάς. Μέχρι που μαθαίνει πως η ανάπηρη μητέρα του μόλις πέθανε, και πηγαίνει στο διαμέρισμά της για να συλλέξει προσωπικά αντικείμενα. Εκεί, μια παρεξήγηση με την όμορφη γειτόνισσα τον ωθεί ξανά στο ψέμα, και καταλήγει να παίζει τον καθηλωμένο σε αναπηρικό καροτσάκι για να τη «ρίξει». Η αποπλάνηση ξεκινά, και η κοπέλα τον καλεί στο πατρικό της σπίτι για γεύμα, όπου θα του συστήσει και την εξίσου ελκυστική αδελφή της, μια… πραγματική παραπληγική!

Ολα αυτά συμβαίνουν μονάχα στο πρώτο τέταρτο της κωμωδίας του Φρανκ Ντιμπόσκ, δημοφιλούς στη χώρα του Γάλλου κωμικού, κι εδώ επίσης πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη. Στον χρόνο αυτό έχουν ήδη συσταθεί όλοι οι βασικοί χαρακτήρες, μαζί και η φαρσική ιδέα: δύο διαμετρικά αντίθετοι άνθρωποι –ένας παρορμητικός, ευκαιριάκιας, ταρτούφος μπίζνεσμαν και μια έξυπνη, δυναμική, ειλικρινής καλλιτέχνης- ενώνονται βαθμιαία χάρη σε ένα φρικώδες ψέμα.

Ενώνονται εντελώς προβλέψιμα φυσικά, και όλη η ταινία είναι μια αναμονή για το πότε επιτέλους ο απατεώνας θα… σηκωθεί να της ξεστομίσει την αλήθεια. Στην πορεία, ο Ντιμπόσκ σκαρφίζεται γκαγκς άλλοτε σπαρταριστά (όπως εκείνο με το αίτημα του Ζοσλέν για ένα αναπηρικό καροτσάκι σε ένα τσέχικο ξενοδοχείο, που μας θύμισε το μνημειώδες σκετς του «Υπουργείου του Περίεργου Περπατήματος» των Μόντι Πάιθον, ή οι σκηνές με τον γηραιό πατέρα του, που υποδύεται ο φοβερός Κλοντ Μπρασέρ) κι άλλοτε σαχλά (οι περισσότερες καρεκλοσκουντούφλες του ήρωα). Πάντως όχι ανιαρά, χάρη στο σωστό τάιμινγκ και τον συμπαγή ρυθμό που καταφέρνει διαρκώς να συντηρεί. Ούτε και προσβλητικά, χάρη στη διακριτικότητα με την οποία χειρίζεται το θέμα της αναπηρίας, κάτι στο οποίο συμβάλλει και η άψογα σταθμισμένη ερμηνεία της Αλεξαντρά Λαμί.

Με άλλα λόγια, η ταινία προσπαθεί να μένει όσο το δυνατό πιο μακριά από τη χοντράδα της μπαλαφάρας χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο χιούμορ της. Κάτι είναι κι αυτό σε μια εποχή που ο αυτόματος πιλότος της γαλλικής λαϊκής κωμωδίας μένει κατά κανόνα χωρίς χειριστή να τον επιτηρεί, όπως διαπιστώνουμε κάθε ελληνικό καλοκαίρι.