Ο Πολ, ένας μεσήλικας Αμερικανός που ζει στο Παρίσι, προσπαθεί να ξεπεράσει την αυτοκτονία της γυναίκας του. Η Ζαν, μια όμορφη νεαρή κοπέλα, ετοιμάζεται ανήσυχα να παντρευτεί τον Τομ, που γυρίζει μια ταινία cinema-verité, κινηματογραφώντας την καθημερινή ζωή της. Ο Πολ και η Ζαν θα χτίσουν μια γεμάτη πάθος σχέση που βασίζεται αποκλειστικά στο σεξ, προσπαθώντας, ο καθένας, να γεμίσει τα κενά που του δημιουργεί η πιο σύνθετη πραγματικότητα.
Το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι» έχει μείνει στη συνείδηση του μεγάλου κοινού ως τσόντα με καλλιτεχνικό άλλοθι – πολλοί μπορεί να μην την έχουν δει, αλλά όλοι σκέφτονται συνειρμικά το βούτυρο όταν ακούν τον τίτλο της. Φυσικά η ταινία του Μπερτολούτσι είναι πολύ σημαντικότερη από αυτό, τόσο ως κινηματογραφική δημιουργία, όσο και ως παρασκήνιο (διαβάστε περισσότερα εδώ για την καταγγελία που θέλει Μπερτολούτσι και Μπράντο ν' απέκρυψαν από τη Μαρία Σνάιντερ τι επρόκειτο να της συμβεί, ζωντανά, στο γύρισμα).
Ο Πολ και η Ζαν είναι δυο άνθρωποι που αισθάνονται ότι δεν έχουν τον έλεγχο της μοίρας τους. Ο άντρας θέλει ν’ ανατρέψει τη στιγμιαία παράνοια της συζύγου του που της κόστισε τη ζωή, να φέρει τη ρότα εκεί όπου τη θέλει και όπου μπορεί να κρατήσει το τιμόνι. Γι’ αυτό και ζει με ένστικτα ζώου, θέτει κανόνες, επιμένει στην ανωνυμία, επιβάλει τον πόνο ή την ηδονή. Η γυναίκα, αντίθετα, δε θέλει να πάρει μια μεγάλη απόφαση για τη ζωή της, θέλει να παρασυρθεί, να υπακούσει, να νιώσει.
Ο Μπερτολούτσι δεν αρκείται στη μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, στο δέρμα και τις ανάσες των ηρώων που κινηματογραφεί, με το μεγαλείο του Βιτόριο Στοράρο, όχι «ερωτικά», αλλά μελαγχολικά, σκληρά. Περισσότερο, διαλύει τη σύγχρονή του πραγματικότητα στα εξ ων συνετέθη, κάνοντας ένα συγκλονιστικό σχόλιο στο πώς οι πνευματικές επιφάσεις και οι πρακτικές επιβολές έκαναν τους ανθρώπους ανίκανους να αισθανθούν. Μόνο που και η δική του εμμονή – ή επιτήδευση – καθιστά την ταινία του έργο τέχνης που, πια, χρειάζεται ανάλυση και ειδικό χειρισμό για να λειτουργήσει ως ταινία.