Παρίσι, 1942. Στην κατεχόμενη από τους Ναζί γαλλική πρωτεύουσα, η Μαριόν, μια πρώην κινηματογραφική σταρ, διευθύνει το θέατρο της Μονμάρτης. Ο άντρας της, Λουκά, που είναι Εβραίος στην καταγωγή, κρύβεται στο υπόγειο του θεάτρου. Για να αντιμετωπίσει τα διάφορα οικονομικά προβλήματα και να κρατήσει το θέατρο ζωντανό, η Μαριόν θα θελήσει να ανεβάσει μια νέα παράσταση και θα προσλάβει ως πρωταγωνιστή τον Μπερνάρ, έναν ανερχόμενο ηθοποιό.

Μπορείς να καταλάβεις ήδη από το πρώτο λεπτό του «Τελευταίου Μετρό» (στο μοντάζ με τις γαλλικές κινηματογραφικές αφίσες της εποχής) γιατί αυτή ήταν η ταινία που χάρισε στον Τριφό, εν έτει 1980, την μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία, 10 βραβεία Σεζάρ, μια ακόμη υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας και για πολλούς τον χαρακτηρισμό «η τελευταία μεγάλη του ταινία».

Σε ένα τέλειο δείγμα σινεμά που αφηγείται ταυτόχρονα κάτι τόσο προσωπικό κι όμως τόσο συλλογικό, ο Τριφό επιβιβάζει σε αυτό το «Τελευταίο Μετρό» όλες τις εμμονές του: την αγάπη του για το σινεμά, την παιδική (του) ηλικία, τον Ζαν Ρενουάρ, την προβληματική του πάνω στην επιβίωση, τον τρόπο που αλληλεπιδρούν η ζωή με την Τέχνη, τον έρωτα ως ένα αιώνιο αλλά ημιτελές θεατρικό έργο του παραλόγου.

Περισσότερο και απ' όλα τα παραπάνω, ο μεγάλος επιβάτης του «Τελευταίου Μετρό» είναι ο ρομαντισμός. Οχι με την εκφυλισμένη έννοια της εποχής μας, αλλά με αυτήν την μεγαλειώδη του 18ου αιώνα, όταν η λογική έδωσε τη θέση της στο συναίσθημα και η Τέχνη αναδείχθηκε ως ο κύριος αγωγός των μεγάλων συγκινήσεων. Από τον τρόπο που ο Τριφό κινηματογραφεί τα μέλη της αντίστασης μέχρι τον «ανεκπλήρωτο» έρωτα των δύο πρωταγωνιστών και από την αναπαράσταση της εποχής μέχρι την υποδειγματική σέπια φωτογραφία του Νέστορ Αλμέντρος, το «Τελευταίο Μετρό» ξεχειλίζει από ρομαντισμό. Ο,τι δεν λέγεται είναι πιο δυνατό από όσα έχουν ειπωθεί και ό,τι παραμονεύει εκτός πλάνου είνα πιο σημαντικό απ' όσα λούζει το φως του κινηματογραφικού συνεργείου.

«Ηθοποιοί» σε ένα έργο που ανεβαίνει ερήμην τους, οι ήρωες του «Τελευταίου Μετρό» είναι και αυτοί με τη σειράς τους οι τελευταίοι ρομαντικοί ήρωες. Εγκλωβισμένοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μέσα σε ένα θέατρο, πασχίζουν για να αναπνεύσουν τον αέρα της ελευθερίας, βασανίζονται από τις καταπιεσμένες επιθυμίες τους, επαναλαμβάνουν τα λόγια που κάποιος άλλος έγραψε γι' αυτούς και ισορροπούν περίτεχνα ανάμεσα στην αλήθεια και την Τέχνη.

Η Μαριόν και ο Μπερνάρ δεν είναι παρά δύο ήρωες του σινεμά που παίζουν τους ρόλους τους ακόμη και όταν η θεατρική αυλαία έχει πέσει. Αυτή, μια γυναίκα που ισοπεδώνεται κάτω από όσα πρέπει να κρύψει. Αυτός, ένας άντρας που καίγεται μέσα στον όγκο της εξωστρέφειας του. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που σε ένα αδιάκοπο «κορώνα – γράμματα» δεν καταφέρνει ποτέ να πέσει σε καμία από τις δύο πλευρές. Μετέωροι και σπαρακτικά ανίκανοι να υποδυθούν τους εαυτούς τους, μετατρέπονται σε σύμβολα της «αντίστασης» όχι μόνο εν καιρώ πολέμου. Με τον ίδιο τρόπο που η Κατρίν Ντενέβ και ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ «αντιστέκονται» στον μύθο τους για να εξαφανιστούν μέσα σε δύο από τους πιο σπουδαίους ρόλους που τους προσφέρθηκαν τόσο γενναιόδωρα στην καριέρα τους, παίζοντας απλά τους ηθοποιούς...

Οχι, ο Τριφό δεν ταυτίζει τη ζωή με το θέατρο, όπως δεν έκανε το ίδιο με τη ζωή και το σινεμά στην «Αμερικάνικη Νύχτα». Περισσότερο από μια ταινία για μια άλλη Τέχνη, το «Τελευταίο Μετρό» είναι μια ταινία για το πως ο ίδιος θυμάται τον πόλεμο και τις αμήχανες κινήσεις των μεγάλων στην προσπάθεια τους να καταλάβουν, να αντισταθούν, να ζήσουν. Μια ταινία – μνήμης για μια εποχή όπου η πραγματικότητα και η αλήθεια υπήρξαν οι κυριότεροι εχθροί.

Μια ταινία που φέρει μέσα της σχεδόν όλο το έργο του Τριφό, όλη την ιστορία του γαλλικού σινεμά χωνεμένη σε τέλειες αναλογίες και οτιδήποτε ήταν, είναι και θα είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σε όσα επιτάσσει η λογική και όσα κρυφά υπαγορεύει το συναίσθημα.