Ο Χένρι είναι ένας ήρεμος άνθρωπος: παντρεμένος, φιλήσυχος, αγαθός. Εργάζεται ως ελεγκτής στα διόδια και η ρουτίνα του περιορίζεται στη διαδρομή δουλειά-σπίτι και στις συζητήσεις με την ανήσυχη γυναίκα του που θέλει περισσότερα από τη ζωή της. Οταν ένας παλιός του γνωστός θα τον εμπλέξει σ' ένα κόλπο, ο Χένρι την πατάει άδοξα, κάνει φυλακή, αλλά δεν καρφώνει κανέναν. Βγαίνοντας όμως, αποφασίζει ότι θα ζήσει τη ζωή του. Στο μυαλό του έχει ένα σχέδιο και θα το τολμήσει, με συνεργάτη έναν μεσήλικα κακοποιό που γνώρισε στο κελί και μία νευρωτική θεατρική ηθοποιό που κάνει πρόβες για τον «Βυσσινόκηπο».
Είναι σαφές ότι ο Μάλκολμ Βένβιλ επιχειρεί να βγάλει κωμωδία μέσα από την αντίστιξη του παθητικού, αδρανή κεντρικού (αντι)ήρωα, και της υποβόσκουσας νεύρωσης όλων όσων τον περιτριγυρίζουν. Ο Χένρι είναι ένας άνθρωπος σε λήθαργο, σε κώμα. Ζει καθημερινότητα μη-δράσης και η ειρωνία στην off-beat κωμωδία προκύπτει από όλα όσα του συμβαίνουν ερήμην του. Σε άλλη εποχή, θα μπορούσε να ήταν ήρωας του βωβού.
Μόνο που δεν είναι άλλη εποχή, ούτε άλλο κινηματογραφικό genre. Ο Βένβιλ σκηνοθετεί τον Κιάνου Ριβς σχεδόν μαστουρωμένα, κάτι που θα είχε ίσως αποτέλεσμα σ' έναν ηθοποιό με δυνατότητες να επιδείξει μικρές, υπόκωφες ανταύγειες ειρωνίας, απορίας, οποιασδήποτε τέλος πάντων έκφρασης. Ο Ριβς όμως δεν έχει γκρι περιοχές. Ο Χένρι στα χέρια του καταλήγει φλατ, μονοδιάστατος, βαρετός.
Οχι ότι ο Ριβς ευθύνεται για την γενική αποτυχία του φιλμ. Το σενάριο που ξεκινάει σαν ταινία των Κοέν, επιθυμεί να γίνει ένας πιο σκοτεινός Γούντι Αλεν, αλλά καταλήγει με τίποτα από τα δύο, έχει το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης. Οι περισσότεροι μπερδεύουν το «ιδιοσυγκρασιακό» χιούμορ με το απλά «παράξενο». Η υπερπροσπάθεια να γράψεις, σκηνοθετήσεις, κι ερμηνεύσεις τα πάντα κόντρα δεν εγγυάται ότι θα ενορχηστρώσεις τελικά μία αυθεντική πρωτοπόρo κωμωδία. Μπορεί, πολύ απλά να καταλήξεις με κάτι αλλόκοτο, αμήχανο, άνευρο και, το χειρότερο, όχι αστείο.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το σεναριακό εύρημα του έξυπνου και συμβολικού μπερδέματος της ληστείας που συμβαίνει στα παρασκήνια με την παράσταση του «Βυσσινόκηπου», όχι απλά δεν λειτουργεί, αλλά κουράζει. Το τσαλάκωμα της πάντα υπέροχης Βέρα Φαρμίγκα σ' έναν πολύ διαφορετικό ρόλο δεν διευρύνει την υποκριτική της γκάμα, αλλά μάλλον την αδικεί. Κι ο Τζέιμς Κααν, απλά κουβαλάει τη στιβαρότητά του, διασώζοντας τις καταστάσεις, αλλά παίζοντας σε άλλη ταινία από τους υπόλοιπους.