Μετά την αποφυλάκισή του ο Μαξ Κέιντι, ένας ψυχοπαθής εγκληματίας που πέρασε 8 χρόνια της ζωής του στη φυλακή, φτάνει στην πόλη που ζει ο δικηγόρος Σαμ Μπόουντεν, ο άνθρωπος που θεωρεί υπεύθυνο για την καταδίκη του Ο Κέιντι είχε καταδικαστεί για ένα σεξουαλικό έγκλημα. Σκοπός του τώρα είναι να βασανίσει τον Μπόουντεν και την οικογένειά του, εισχωρώντας σιγά-σιγά στη ζωή τους, παίρνοντας εκδίκηση. Μια εκδίκηση που στόχος της θα είναι η οικογένεια του δικηγόρου, η γυναίκα του Πέγκι κι η 14χρονη κόρη του Νάνσι.
Μετά την αποφυλάκισή του ο Μαξ Κέιντι, ένας ψυχοπαθής εγκληματίας που πέρασε 8 χρόνια της ζωής του στη φυλακή, φτάνει στην πόλη που ζει ο δικηγόρος Σαμ Μπόουντεν, ο άνθρωπος που θεωρεί υπεύθυνο για την καταδίκη του Ο Κέιντι είχε καταδικαστεί για ένα σεξουαλικό έγκλημα. Σκοπός του τώρα είναι να βασανίσει τον Μπόουντεν και την οικογένειά του, εισχωρώντας σιγά-σιγά στη ζωή τους, παίρνοντας εκδίκηση. Μια εκδίκηση που στόχος της θα είναι η οικογένεια του δικηγόρου, η γυναίκα του Πέγκι κι η 14χρονη κόρη του Νάνσι.
Οσο άδικο κι αν μοιάζει, είναι αδύνατον να δεις ξανά το «Ακρωτήρι του Φόβου» του Τζ. Λι Τόμπσον χωρίς να το συγκρίνεις με το κατά πολύ ανώτερο ριμέικ του Μάρτιν Σκορσέζε.
Κι, όμως, ακόμη και αν η οποιαδήποτε σύγκριση βρίσκει το φιλμ του 1962 μια αδύναμη εκδοχή της ντελιριακής εκδοχής του Σκορσέζε, μπορείς να εκτιμήσεις περισσότερα πράγματα αν αναλογιστείς πως στην εποχή του το «Cape Fear» ήταν μια από τις πρώτες ταινίες που επιτέθηκαν στην αγία αμερικάνικη οικογένεια, μετατρέποντας το αμερικάνικο όνειρο σε έναν απτό εφιάλτη.
Στη μία και μοναδική απόπειρα του πάνω στο είδος του θρίλερ, ο Τζ. Λι Τόμπσον, άρτι αφιχθείς από την επιτυχία που είχαν ένα χρόνο πριν τα «Κανόνια του Ναβαρόνε», διασκευάζει το μυθιστόρημα του Τζον Ντ. Μακντόναλντ «The Executioners», χτίζοντας την ιστορία του σαν ένα σκοτεινό νουάρ με χιτσκοκικές αναφορές (ο Τόμπσον υπήρξε βοηθός του Χίτσκοκ) και όλη την ανατροπή που έφερνε στο σινεμά και την κοινωνία η αρχή της δεκαετίας του ’60.
Αν, σήμερα, 50 χρόνια μετά την έξοδο του, το «Ακρωτήρι του Φόβου» μοιάζει με μια απλή, αλλά καλοδουλεμένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια ιστορία εκδίκησης δεν συνέβαινε το ίδιο, εν έτει 1962, όταν το ανυποψίαστο κοινό βρέθηκε αντιμέτωπο με τη σαδιστική αποδόμηση κάθε σταθεράς γύρω από την δικαιοσύνη, την ευτυχία, τη σεξουαλικότητα και την αλληλεπίδραση του καλού με το κακό.
Περισσότερο και από τη σεξουαλικά διαταραγμένη προσωπικότητα του Μαξ Κέιντι και την εξόφθαλμη ερωτική του έλξη για την ανήλικη κόρη του Σαμ Μπόουντεν , αυτό που θα ενοχλούσε περισσότερο το κοινό και τις επιτροπές λογοκρισίας της εποχής ήταν ο σχεδόν ανεπαίσθητος τρόπος με τον οποίο πρωταγωνιστής και ανταγωνιστής αλλάζουν ρόλους μέσα από ένα κυνήγι ποντικιού – γάτας που μοιάζει να έχει για μοναδικό του φινάλε το θάνατο.
Εχοντας γνωρίσει το νόμο και τα παράθυρα του μετά από χρόνια μελέτης μέσα στο κελί του, ο Μαξ Κέιντι θα επιτεθεί κατά μέτωπο στον άνθρωπο που τον έστειλε στη φυλακή, αποδεικνύοντας τα κενά μιας δικαιοσύνης (κρατικής ή κοσμικής) που μπορεί να είναι το ίδιο αδέκαστη όσο και η αδικία. Αντίθετα, ο δικηγόρος Σαμ Μπόουντεν θα παραβιάσει το νόμο προκειμένου να προστατέψει την οικογένεια του από την απειλή, επιβεβαιώνοντας τον κανόνα που θέλει τη μάχη με το τέρας να μετατρέπει ακόμη και έναν αθώο καθημερινό άνθρωπο σε ένα ακόμη μεγαλύτερο.
Οικοδομημένο όλο πάνω στο δίπολο των δύο αντρών, το «Cape Fear» είναι και αγωνιώδες και ενοχλητικό και συναρπαστικά ερμηνευμένο από έναν δαιμόνιο Ρόμπερτ Μίτσαμ (σε ευθεία γραμμή με τον αρχετυπικό ρόλο του στη «Νύχτα του Κυνηγου» το 1955) και έναν σπουδαίο Γκρέκορι Πεκ (την ίδια ακριβώς χρονιά που υποδυόταν τον δικηγόρο Ντέιβιντ Φιντς στο «To Kill a Mockinbird»). Το γεγονός πως είναι φωτισμένο σαν ένα φιλμ νουάρ, φωτογραφημένο σε εξαιρετικό και απειλητικό ασπρόμαυρο και ενορχηστρωμένο πάνω στη μουσική του Μπέρναρ Χέρμαν, δεν μπορεί παρά να του προσθέτει πόντους διαχρονικότητας σαν ένα από τα καλύτερα δείγματα μιας εποχής που το αμερικάνικο σινεμά προσπάθησε να γίνει η αντανάκλαση του τέλους της αθωότητας.
Από την άλλη, είναι σχεδόν αδύνατον να αγνοήσεις πως το «Cape Fear» αντιμετωπίζει μάλλον μονοδιάστατα τις έννοιες του καλού και του κακού και αγιοποιεί (σχεδόν σε σημείο βιβλικής αναφοράς) την all American family παρουσιάζοντας την σαν το τέλειο θύμα μιας σεξουαλικής επανάστασης που κατά τον Τόμπσον δικαιούνται να ζήσουν (και να τιμωρηθούν γι΄ αυτό) μόνο οι παράφρονες και οι εγκληματίες.
Και είναι ακριβώς σε αυτό το σημείο που ο Σκορσέζε μετέφερε την ίδια ακριβώς ιστορία σε μια άλλη διάσταση, ποτίζοντας την οικογένεια του Μπόουντεν (Νικ Νόλτε στο φιλμ του 1991) με το ίδιο δηλητήριο που μοιάζει να κυλά στις φλέβες του Μαξ Κέιντι (δείτε ωστόσο με πόση αυτοσυγκράτηση και εσωτερική διαστροφή ο Μίτσαμ ξεπερνά το γκροτέσκο του Ρόμπερτ Ντε Νίρο), μετατρέποντας το «Ακρωτήρι του Φόβου» σε μια πάλη ανάμεσα στο κακό που εισβάλλοντας μέσα στο φαινομενικά καλό το αναδεικνύει ως μια ακόμη όψη του ίδιου ακριβώς νομίσματος.
Και όσο άδικο και αν μοιάζει, το «Ακρωτήρι του Φόβου» του Τζ, Λι Τόμπσον θα είναι για πάντα «εκείνη η ταινία που διασκεύασε ο Μάρτιν Σκορσέζε» σε ένα από τα ρειμέικ της ιστορίας του κινηματογράφου που υπήρξαν καλύτερα από την πρωτότυπη ταινία στην οποία βασίστηκαν.
Ικανός λόγος από μόνος του για να ανακαλυφθεί και να επανεκτιμηθεί μισό αιώνα μετά τη δημιουργία του.