Η προσωπική μαρτυρία του Φάνη Ζωγράφου, ο οποίος εξέτισε ποινή είκοσι χρόνων στη φυλακή, καταδικασμένος σε ισόβια. Μέσα από δικές του αφηγήσεις, καθώς και διηγήσεις «διαβόητων» βαρυποινιτών-συγκρατούμενών του, αποτυπώνονται οι δύσκολες συνθήκες που βίωσαν στις φυλακές. Επιπλέον, αποκαλύπτονται οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσοι βγαίνουν από τη φυλακή αλλά και η ελπίδα που υπάρχει να ενταχθούν στην κοινωνία.

Κανονικά οι ταινίες, αλλά και τα ντοκιμαντέρ, δεν θα έπρεπε να κρίνονται σε σχέση με την εποχή που γεννιούνται και που (τυχαίνει να) προβάλλονται. Και είναι αλήθεια, πως ένα ντοκιμαντέρ για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές και το αιώνιο πρόβλημα της επανένταξης των φυλακισμένων στην πραγματική ζωή, που δεν δείχνει να έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια παραμένοντας μια «ανοιχτή πληγή» του φερόμενου ως κοινωνικού κράτους, θα μπορούσε να έχει γυριστεί δέκα χρόνια πριν ή δέκα χρόνια μετά χωρίς να χάσει ίχνος από τη βαρύτητα του.

Η προβολή του «Τι Μέσα, Τι Εξω...», όμως, ακριβώς σε μια στιγμή που η Ελλάδα τολμά να κοιτάξει, για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της, τα λάθη και τις παραλείψεις που την οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση ελεύθερης πτώσης, δεν μπορεί παρά να προσδώσει στο ντεμπούτο του Βαγγέλη Ρήγα μια επιπρόσθετη πολιτική σημασία. Οχι μόνο γιατί η «καταγγελία» του για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης στα σωφρονιστικά ιδρύματα της χώρας έρχεται να υπενθυμίσει με τον καλύτερο τρόπο μια μια ξεχασμένη μέχρι και από τον Θεό κατηγορία πολιτών. Αλλά κυρίως γιατί η αντιπαραβολή της ζωής στη φυλακή με την κοινωνία (εκεί έξω) επιβεβαιώνει πως τα κλισέ υπάρχουν δυστυχώς για να επιβεβαιώνονται.

Η επιλογή του Ρήγα να αφήσει τους «πρωταγωνιστές» του (με κορυφαίο τον ισοβίτη Φάνη Ζωγράφο) να μιλήσουν χωρίς να παρεμβαίνει στα όσα αποκαλύπτουν αποβαίνει καθοριστική επιλογή, καθώς το φτωχό υλικό από τη ζωή τους μέσα και έξω από τη φυλακή μετατοπίζει το ενδιαφέρον στην αφήγηση τους. Αφοπλιστικοί, «χύμα» και με αποκρυσταλλωμένες απόψεις για τον «εγκλεισμό» και την «επανένταξη», παραμένουν μέχρι το τέλος κάτι περισσότερο από απλά «talking heads», κυρίως γιατί η αλήθεια τους είναι αναμφισβήτητη.

Ολες οι παραπάνω αρετές του «Τι Μέσα, Τι Εξω...» δεν μειώνουν, ωστόσο, τη διάχυτη αίσθηση πως ο Ρήγας αδυνατεί να εμβαθύνει στη «μελέτη» των ηρώων του, αφήνοντας μόνο τις εμβόλιμες αναλύσεις ειδικών (από τον καθηγητή Γιάννη Πανούση μέχρι τον προέδρο των σωφρονιστικών υπαλλήλων Αντώνη Αραβαντινό) να αγγίζουν επιδερμικά την ανθρωπολογική, ψυχολογική και κοινωνική διάσταση του θέματος του. Οι αμήχανες προσπάθειες του να προσδώσει κινηματογραφική υφή σε ένα ουσιαστικά «στατικό» φιλμ παρατήρησης μάλλον αφαιρούν παρά προσθέτουν στο εγχείρημα του, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι πιο ουσιαστικό, αν δεν παρασυρόταν από την καταιγιστική αμεσότητα των μαρτυριών του και προσπαθούσε μέσα από μια διαδικασία τεκμηρίωσης να αλλάξει την κατάφαση του τίτλου του προσθέτοντας ένα ερωτηματικό.

Η αναπόφευκτη σύγκριση του με το σχεδόν αρχετυπικό ντοκιμαντέρ φυλακών, το «Σπίτι του Κάιν» του Χρήστου Καρακέπελη του 2000, τοποθετεί το «Τι Μέσα, Τι Εξω...» στις σωστές του διαστάσεις: ως ένα ντοκιμαντέρ άμεσο και επίκαιρο, αλλά και μικρότερο από το θέμα του.