Πολύ γρήγορα μέσα στο φιλόδοξο ντεμπούτο του Γαβριήλ Τζάφκα η πραγματικότητα ενός ζευγαριού αρχίζει να διαβρώνεται από μια άλλη, παράλληλη ή όχι, που ξετρυπώνει από τις ίδιες ακριβώς εικόνες που σχηματίζουν την αρχική. Το ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι πάντα αυτό που βλέπεις, είναι ένα από τα κλειδιά για να ξεκλειδώσεις την αινιγματική, σχεδόν ονειρική, υπνωτιστική σε κάθε περίπτωση αφήγηση του «Αγκαθιού» που παραμένει όμορφο ακόμη και όταν μιλάει για την πιο πικρή, σκοτεινή φάση του τέλους μιας σχέσης.

Η Λίσα και ο Τζέικομπ είναι πολύ ερωτευμένοι. Τη νύχτα του γάμου τους θα φύγουν μακριά σε ένα εξοχικό για το μήνα του μέλιτος στην εξοχή. Μόνοι, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο, θα δοκιμάσουν τις αντοχές τους όχι μόνο απέναντι σε ένα δάσος που κρύβει μυστικά και την παρουσία ενός αινιγματικού κυνηγού αλλά και απέναντι στα ίδια τους τα αισθήματα, τα παιχνίδια του μυαλού τους, τις μικρές ή τις μεγάλες τραγωδίες που έζησαν. Ή θα ζήσουν. Ή φοβούνται ότι θα ζήσουν.

Είναι σαφές πως ο Τζάφκας προσπαθεί να μετατρέψει τα αισθήματα ενός ζευγαριού – από τον έρωτα, τη λαχτάρα, μέχρι τη μοναξιά, τη μελαγχολία, τη ζήλεια – σε εικόνες, βάζοντας το θεατή στη θέση ενός παρατηρητή που πρέπει με κάποιο τρόπο να ενώσει τα σπασμένα κομμάτια ενός κατακερματισμένου σύμπαντος. Σύμβολα και αρχέτυπα εναλλάσσονται, χρόνοι παρελθοντικοί και μελλοντικοί μπλέκονται μεταξύ τους, νήματα που οδηγούν σε ανομολόγητες πράξεις και βίαιες απολήξεις μιας ρουτίνας ξετυλίγονται, καθώς η αφήγηση μοιάζει να είναι ταυτόχρονα αυστηρή (με τον τρόπο του Μπέργκμαν) και ποιητική (με τον τρόπο του Ταρκόφσκι).

Προς τιμήν του το «Αγκάθι» δεν βάζει δύσκολα στο θεατή επειδή θέλει να είναι πιο έξυπνο απ' αυτόν, αλλά γιατί επιθυμεί διακαώς να τον συμπαρασύρει μαζί του σε μια δίνη που θα τον στείλει από άλλο δρόμο στα βάθη της ανθρώπινης κατάστασης. Υπάρχουν ωστόσο στιγμές που θα απαιτούσαν ισχυρότερη σεναριακή βάση, ώστε να απελευθερωθεί χωρίς προβλήματα κατανόησης η αφήγηση, όπως και στιγμές που προδίδουν πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα σκηνοθέτη που οδηγείται ταινία με την ταινία - και τώρα με ένα φιλόδοξο ντεμπούτο - προς τη διαμόρφωση ενός διακριτού προσωπικού στιλ που δεν αρνείται τις αναφορές του, αλλά θέλει και μπορεί να είναι πρωτότυπο.

Για τις δεύτερες αυτές στιγμές, το «Αγκάθι» αξίζει προσοχής, όχι μόνο ως μια (πετυχημένη) άσκηση ύφους, αλλά γιατί ακόμη και από «άλλο» δρόμο μπορείς να νιώσεις την ιστορία αυτού του ζευγαριού μέσα στον μεγάλο κύκλο της ζωής που βρισκόμαστε όλοι.