Η «Γυναίκα του Ζωολογικού Κήπου» δε θα έπρεπε να είναι μια κακή ταινία. Αφηγείται μια άγνωστη αλλά άκρως σημαντική ανθρώπινη ιστορία στο περιθώριο του Β’ παγκοσμίου πολέμου, έχει για πρωταγωνίστρια μία από τις καλύτερες και πιο πολύπλευρες ηθοποιούς της γενιάς της και, σε γενικές γραμμές, ακολουθεί μια συμβατική αφήγηση που ευνοεί το συναίσθημα αλλά και την συγκίνηση, γεγονός που πάντα βοηθά την επικοινωνία ενός φιλμ με τους θεατές του.
Και όμως, από την αρχή μέχρι το τέλος και ενώ σε κάθε λεπτό της διάρκειάς του είναι εμφανές τι ακριβώς επιθυμεί να καταφέρει, το φιλμ της Νίκι Κάρο (γνωστής στην Ελλάδα για το «Σημάδι της Φάλαινας» και την «Άνιση μάχη») μοιάζει να πατά συνεχώς όλες τις λάθος νότες. Σε πλήρη αντίθεση μάλιστα με την ικανότητα της πρωταγωνίστριάς του να παίζει με μαεστρία το πιάνο, η ταινία «φαλτσάρει» τόσο στο ύφος της αφήγησης όσο και στο σύνολο της ροής της ιστορίας, χωρίς τελικά να μπορεί να κρύψει μια γενικότερη αποσπασματική αφήγηση αλλά και την αδυναμία να συστήσει με επάρκεια τους ήρωές της στον απλό θεατή προκύπτοντας τελικά εκνευριστικά «λίγη».
Η ιστορία της Αντονίνα και του Ζαν Ζαμπίνσκι, οι οποίοι στα ερείπια του ζωολογικού τους κήπου κατάφεραν να κρύψουν και, στη συνέχεια, να φυγαδεύσουν δεκάδες Εβραίους Πολωνούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ανήκει σε εκείνες τις αφηγήσεις που ξεπερνούν την φαντασία, που ανακαλύπτουν τον ηρωισμό στον απλό καθημερινό άνθρωπο και που αναδεικνύουν για ακόμη μια φορά τον γυναικείο δυναμισμό και εκείνη την αποφασιστικότητα που είναι ικανή να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο φόβο.
Για αυτό και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς για ποιο λόγο ένας τέτοιος ρόλος κέντρισε το ενδιαφέρον της Τζέσικα Τσαστέιν, μιας ηθοποιού που σταθερά επιθυμεί να εξερευνά δυναμικούς γυναικείους ρόλους που δύσκολα κατηγοριοποιούνται εμφανώς σε θύτες ή θύματα (θυμηθείτε και την πρόσφατη «Κυρία Σλόαν»). Η Αντονίνα της ταινίας είναι μια γυναίκα που αρνείται να μείνει στη σκιά του άντρα της, που δε διστάζει να πάρει την κατάσταση στα δικά της χέρια και που, ταυτόχρονα, δεν είναι αλώβητη στα λάθη της. Είναι ένας χαρακτήρας που κέρδισε τη δική του θέση στο παρασκήνιο της ιστορίας και η ζωή της είναι μια από εκείνες τις περιπτώσεις που κάνουν το «βασισμένο σε αληθινή ιστορία» να προκαλεί τον γνήσιο θαυμασμό.
Μόνο που αυτό απέδειξε η ιστορία για την Αντονίνα, η Νίκι Κάρο δεν καταφέρνει ποτέ να το στοιχειοθετήσει με επάρκεια. Αντιθέτως, τονίζει εμμονικά το μόνιμο λυγμό στη φωνή της Τσαστέιν αλλά ποτέ δεν καταφέρνει να δείξει οργανικά την μαχητικότητά της. Παινεύει την εφευρετικότητά της ηρωίδας της και την ικανότητά της να επικοινωνεί με τα ζώα αλλά τα υπογραμμίζει όλα με κακοστημένες σκηνές που φλερτάρουν με το μελόδραμα και την κιτς υπερβολή, βάζοντας απλά την ηρωίδα της να κρατά στην αγκαλιά της με προφανή συμβολισμό ένα διαφορετικό ζώο κάθε φορά που εμφανίζεται. Προσπαθεί να αναδείξει την αφήγησή της σε μια οικουμενική ιστορία επιβίωσης αλλά απλά περιορίζεται στο αποτυπώνει περιστασιακά γεγονότα χωρίς αίσθηση του ρυθμού, του μοντάζ και της εξέλιξης του συναισθήματος. Επιχειρεί να μιλήσει με στόμφο για τις πληγές τις ιστορίας και τα εγκλήματα κατά τις ανθρωπότητας αλλά τελικά αυτό που καταφέρνει είναι απλά να αποκαλύψει την αφέλεια με την οποία αντιμετωπίζει σχεδόν τα πάντα.
Για να είμαστε δίκαιοι, η ταινία σίγουρα δεν ανήκει στις κακές ταινίες όπου είναι εμφανής η παντελής έλλειψη ταλέντου ή καλού γούστου. Εντελώς απογοητευτικά όμως, αυτή η «Γυναίκα του Ζωολογικού Κήπου» προκύπτει να είναι απλά ένα φιλμ που ατυχώς καταλήγει να χαρακτηρίζεται «κακό» (ή στην καλύτερη περίπτωση, αφόρητα αδιάφορο) ακριβώς επειδή δεν καταφέρνει να βρει τον τρόπο να μετουσιώσει σε πράξη τις, χωρίς αμφιβολία, καλές προθέσεις του και να διαχειριστεί με ικανότητα το βάρος της αληθινής ιστορίας και του μηνύματός της. Η Αντονίνα και ο Ζαν Ζαμπίνσκι άξιζαν σίγουρα καλύτερης κινηματογραφικής μεταχείρισης. Και κανένα φωτογενές λιονταράκι ή χαριτωμένο λαγουδάκι στην αγκαλιά της Τζέσικα Τσαστέιν δεν μπορεί να αναιρέσει αυτή την άνευρη αφήγηση της ζωής τους.