Ο Ραούλ Πεκ εικονογραφεί την περίοδο που έβαλε τις βάσεις στον μύθο και τον τρόπο σκέψης του Καρλ Μαρξ, ξεκινώντας στα 1844 όταν αναγκάζεται να βρεθεί εξορισμένος και φτωχός στο Παρίσι μαζί με την γυναίκα του Τζένι. Εκεί θα γνωρίσει τον Φριντριχ Ενγκελς, γόνο βιομηχανικής οικογένειας που έχει ήδη αρχίσει να παίρνει αποστάσεις από την τάξη του. Μέσα από την φιλία τους και την ανταλλαγή ιδεών οι δύο άντρες θα οριοθετήσουν την φιλοσοφία και την κοσμοθεωρία τους, θα θέσουν τις βάσεις για την επανάσταση που θεωρούν ότι οφείλει να έρθει.
Το φιλμ θα τους ακολουθήσει –με έμφαση στον Μαρξ- στην πορεία τους μέσα από αντιξοότητες και την ιδεολογική τους ωρίμανση, την είσοδό τους στην Ενωση των Δικαίων που θα γινόταν στην πορεία η Ενωση Κομμουνιστών καθώς και στην συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Στιγμές που ακόμη κι αν δεν ήταν ίσως σαφές στην εποχή τους –αλλά στην ταινία μοιάζει να ήταν ξεκάθαρο για τους δύο άντρες- έμελλαν να αλλάξουν όχι μόνο το πρόσωπο της Ευρώπης μα ολόκληρο τον κόσμο.
Εν τούτοις «ο Νεαρός Καρλ Μαρξ» δεν πετυχαίνει να μεταφέρει αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στην οθόνη. Καλοφτιαγμένο με έναν ξεκάθαρα κλασικίζοντα τρόπο που θυμίζει μια αξιοπρεπή παραγωγή της γερμανικής τηλεόρασης, θα ήθελε να είναι την ίδια στιγμή να δώσει ζωή τόσο στους ανθρώπους όσο και στις ιδέες τους.
Ομως ποιος στ΄αλήθεια χρειάζεται να δει τον Ενγκελς να φλερτάρει μια πανέμορφη και γεμάτη δύναμη Ιρλανδέζα εργάτρια και γιατί θα θέλαμε να δούμε τον Μαρξ να κάνει έρωτα με την γυναίκα του, ειδικά όταν οι βιογραφικές στιγμές μοιάζουν να με απλή γαρνιτούρα που κάνει το πιάτο πιο ευπαρουσίαστο, αλλά όχι απαραίτητα πιο «θρεπτικό».
Πόσο μάλλον όταν η εικονογράφηση της εποχής και της ζωης των ηρώων ωχριά μπροστά στον πλούτο και την επαναστατικότητα των ιδεών τους -για την οικονομική ανισότητα, τις εργασιακές συνθήκες, την παιδική εργασία- μοιάζουν επίκαιρες ακόμη και σήμερα. Αντίθετα από την παλιομοδίτικη κινηματογραφικά και άχρωμη ταινία που τις πλαισιώνει.