Ενας δικηγόρος υπεράσπισης καλείται να αναλάβει μία ιδιαίτερη και δύσκολη υπόθεση. Οχι μόνο για τη φύση του εγκλήματος, αλλά γιατί γνωρίζει προσωπικά το θύτη. Ο 17χρονος γιος ενός φιλικού του ζευγαριού κατηγορείται ότι σκότωσε τον πλούσιο, αλλά κακότροπο και βίαιο, πατέρα του. Βοηθός του, μία νέα συνήγορος, που κουβαλά τα δικά της φαντάσματα από το παρελθόν να βαραίνουν τη συνείδησή της, αλλά διαθέτει διαύγεια και πείσμα να ερευνήσει τι πραγματικά συνέβη και ποιος είναι ο πραγματικός ένοχος. Οσο η δίκη προχωρά, νέα στοιχεία θολώνουν αντί να ξεκαθαρίζουν την εικόνα. Το μόνο σίγουρο; Αμαρτίες γονέων, παιδεύουσι τέκνα...
Ο γιος του Ελία Καζάν, Νίκολας («Bicentennial Man», «Ματίλντα», «Το Γύρισμα της Τύχης») υπογράφει το σενάριο και η Κόρτνεϊ Χαντ (του «Frozen River» με τη Μελίσα Λίο) σκηνοθετεί, κι αυτό από μόνο του δίνει μία διάσταση προσδοκίας για κάτι σκοτεινό και ενδιαφέρον. Το στήσιμο της ραχοκοκκαλιάς της ταινίας προσπαθεί επίσης να ακολουθήσει τους κανόνες των διαχρονικών κλασικών: η κάμερα κινείται με τη νοσταλγική διάθεση των αστυνομικών θρίλερ των 40ς και 50ς, η voice over αφήγηση του κεντρικού ήρωα και τα flash backs παραπέμπουν ξεκάθαρα σε νουάρ, ο τρόπος που ξεδιπλώνεται το σενάριο, αποκαλύπτοντας συνεχείς ανατροπές μέχρι να φτάσει στην κάθαρση, επιχειρεί να θυμίσει τη «διπλή ταυτότητα» αυτού του κινηματογραφικού είδους.
Μόνο που 70 χρόνια μετά την παράδοση των αντίστοιχων κυνικών μελοδραμάτων των Γουίλιαμ Γουάιλερ και Ζακ Τουρνέρ, των σκοτεινών κυνικών τόπων που κατοικούσαν παρεξηγημένοι αντιήρωες, και δηλητηριώδεις femmes fatales, οι κακογραμμένες, κλισέ απόπειρες φαντάζουν ακόμα χειρότερες από «μέτριες ταινίες του είδους». Μοιάζουν με παρωδίες.
Ο Κιάνου Ριβς (έτσι κι αλλιώς ηθοποιός περιορισμένων δυνατοτήτων) ο οποίος αντικατέστησε λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα τον Ντάνιελ Κρεγκ, δεν μπορεί να αποδώσει με κάποια, έστω, γοητεία τον σχηματικά γραμμένο ήρωά του. Η Ρενέ Ζελβέγκερ δεν κουβαλά την παραμικρή αμφίσημη αύρα, ώστε να ιντριγκάρει για την πραγματική ταυτότητα της ηρωίδας της. Και το ίδιο το σενάριο, το στόρι, το έγκλημα, το αιώνια αγωνιώδες ερώτημα «ποιος το έκανε» δεν έχει πραγματικά πρωτότυπες ιδέες για να κρατήσει το ενδιαφέρον, ούτε έχει στηθεί σκηνοθετικά με την ονειρική, αλλόκοτη, ανεξιχνίαστη ατμόσφαιρα ενός στιβαρού δικαστικού δράματος που θα κέρδιζε την προσοχή μας.
Αντιθέτως, όλα είναι τόσο κλισέ (ακόμα και η μοραλιστική αγωνία που κρύβεται πίσω από τις γραμμές του σεναρίου) που δεν μπορείς να τα υπερασπιστείς. Καταδικάζονται δε σε ισόβια λήθη μετά τις αποκαλύψεις/ανατροπές του τέλους, οι οποίες είναι τόσο απροκάλυπτα κατασκευασμένες και παράλογες, που καταντούν κωμικές. Κι αυτή είναι η αλήθεια, κι όλη η αλήθεια.