Τέσσερα χρόνια μετά την υπερβολική αλλά, παρόλ' αυτά, κάπως διασκεδαστική περιπέτειά του, «Ο Λογιστής», ο σκηνοθέτης Γκάβιν Ο’Κονορ επιστρέφει στο δράμα και στους «χαλασμένους» αντι-ήρωές του, οι οποίοι προσπαθούν να ξεπεράσουν τους εθισμούς τους και να βρουν το δρόμο, με τον δικό τους τρόπο, προς τη λύτρωσή τους. Αυτή τη φορά, όμως, αν και είναι εμφανής η προσπάθεια να χτιστεί ένα στιβαρό προσωπικό δράμα γύρω από τον αλκοολισμό και την κατάθλιψη, ο «Δρόμος της Επιστροφής» παραμένει πιστός στο όραμά του μέχρι και το φινάλε, αλλά ολοκληρώνεται με τρόπο κλισέ και τελικά ανώδυνο.

Από την πρώτη στιγμή που μας συστήνεται ο κεντρικός ήρωας του φιλμ, ο Τζακ Κάνινγχαμ, ένας μεροκαματιάρης εργάτης σε οικοδομή, τον βρίσκουμε ήδη να έχει σχεδόν πιάσει πάτο, βυθισμένο στο αλκοόλ και στην κατάθλιψη. Γι' αυτόν το λόγο ακριβώς έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και φαίνεται πως απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από την οικογένειά του, η οποία προσπαθεί να τον βοηθήσει όσο και όπως μπορεί. Ο Ο’Κόνορ, μαζί με τον συν-σεναριογράφο Μπραντ Ινγκελσμπι, από την αρχή προσεγγίζουν την ιστορία τους αρκετά συμβατικά, χωρίς να προσδώσουν το απαραίτητο βάθος που χρειάζονται οι χαρακτήρες για να την απογειώσουν συναισθηματικά.

Σε αυτό δεν βοηθάει το ότι ο χαρακτήρας του Τζακ, όπου στις αρκετά γεροδεμένες πλάτες του στηρίζεται ολόκληρη η ταινία, δείχνει τόσο μονοδιάστατα προβλέψιμος και βαρετός. Ναι, πέρα από την αγάπη του για το αλκοόλ, ο Τζακ παρουσιάζεται και ως ένα πάλαι ποτέ wonder boy των γηπέδων που μέσα από διάφορες επιλογές του αλλά και μια ανυπολόγιστη απώλεια έχει φτάσει εκεί όπου είναι τώρα. Ο Ο’Κόνορ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο δράμα και στο μελόδραμα, μόνο που υπάρχουν στιγμές που παραπατά, άθελά του, κυρίως γιατί φοβάται να τολμήσει να δει το πραγματικό σκοτάδι που κρύβεται καλά κάτω από όλα αυτά. Ετσι κι ο θεατής αδυνατεί να ταυτιστεί συναισθηματικά με τον ήρωά του, να νιώσει το δράμα που περνάει, ενώ χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον σου.

Κάπου μέσα σε όλα αυτά υπάρχει και ένα αθλητικό δράμα, το οποίο αποτελεί και την κινητήρια δύναμη του Τζακ προς την όποια ελπίδα και την προσωπική του κάθαρση. Η ομάδα που προπονεί μοιάζει σαν εκείνον, να έχει πιάσει πάτο, αδιαφορώντας για τα πάντα. Ο ένας θα βοηθήσει τον άλλον να φτάσουν το στόχο τους, να κατακτήσουν τη νίκη και να καταφέρουν αυτό που ίσως όλοι γύρω τους πίστευαν ως ακατόρθωτο. Ο παραλληλισμός αυτός δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, αλλά ο Ο’Κόνορ τουλάχιστον μέσα από αυτό δίνει στην ταινία του ένα κάποιο παραπάνω ενδιαφέρον. Είναι κρίμα μόνο που οι μικρές παράπλευρες ιστορίες και κάποιοι ενδιαφέροντες χαρακτήρες που εμφανίζονται για λίγο παραγκωνίζονται ή παραμένουν στο περιθώριο για χάρη του Τζακ.

Σε εντελώς άλλη ένταση, ο Μπεν Αφλεκ, εδώ στην δεύτερή του συνεργασία με τον Ο’Κόνορ, μετά τον «Λογιστή», αποτελεί την όποια ψυχή και τη δύναμη της ταινίας. Δε φοβάται να τσαλακώσει τον άνδρα που ενσαρκώνει, να του δώσει το εύρος των συναισθημάτων που λείπει από το σενάριο και τη σκηνοθεσία του Ο’Κόνορ. Φωνάζει και βρίζει στο γήπεδο, είναι πιο εγκρατής απέναντι στους δικούς του, αλλά υπάρχουν στιγμές που βλέπεις έναν πραγματικό και αβάσταχτο πόνο στα μάτια του. Εξάλλου, όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος, η συγκεκριμένη ταινία ήταν για εκείνον ένα προσωπικό στοίχημα, μια διαδικασία θεραπευτική, μιας και μόλις είχε βγει από κλινική απεξάρτησης μετά από μια πολύχρονη μάχη με το αλκοόλ. Κρίμα μόνο που η ταινία αυτή δεν δικαιώνει, ίσως όπως ο ίδιος θα ήθελε, την προσπάθεια όλων εκείνων που αναζητούν το δρόμο της επιστροφής προς τους δικούς τους ανθρώπους, την αγάπη και, εν τέλει, την ίδια τη ζωή.