Ο Λατφολά φέτος κλείνει τα 40 του χρόνια. Γεννήθηκε στη μέση του πουθενά, σε μία από τις οικογένειες που μετοίκησαν από τις πόλεις στην έρημο του Ιράν, για να δουλέψουν στα εργοστάσια τούβλων. Στα προαύλια των εργοστασίων, οι χωμάτινες παράγκες των εργατών, μικροί φτωχικοί καταυλισμοί - κοινότητες ανθρώπων που ζουν κι εργάζονται μαζί. Αυτή τη ζωή ξέρει μόνο ο Λατφολά και την υπηρετεί υπάκουα ως επιστάτης - δεξί χέρι και αυτί του αφεντικού μέσα κι έξω από τα καμίνια. Το αφεντικό τον κρατά στο πλευρό του γιατί του τάζει ότι θα τον βοηθήσει να παντρευτεί τη Σαρβάρ, την εργάτρια που είναι κρυφά ερωτευμένος. Αρκεί να παραμείνει πιστός, να κάνει λίγη υπομονή, να συνεχίσει να τον στηρίζει, να μεσολαβεί και να καθησυχάζει τους εργάτες για τα χρωστούμενα. Μόνο που σήμερα το αφεντικό τους φωνάζει όλους στο προαύλιο του εργοστασίου και τους ανακοινώνει ότι το εργοστάσιο κλείνει. Πρέπει να τα μαζέψουν και να φύγουν. Και που θα πάνε; Που θα πάει ο Λατφολά που αυτή τη δουλειά, αυτή τη ζωή μόνο ξέρει. Αυτή τη γυναίκα μόνο αγαπά.
Μαθητής του Κιαροστάμι, αλλά πολύ πιο σκοτεινός κι απαισιόδοξος από τον μέντορα του, ο Αχμέντ Μπαχραμί ενδιαφέρεται για την ταξική ανισότητα, το δίκιο του εργάτη και την εκμετάλλευση των αφεντικών. Με τη φόρμα της αφήγησης να κινείται σε μία αλά «Rashomon» υπνωτική λούπα, αποκαλύπτοντας την ανακοίνωση του κλεισίματος του εργοστασίου από διαφορετικές οπτικές, ο Μπαχραμί δεν βιάζεται να χτίσει το οικοδόμημα της ταινίας του - το κάνει ένα τούβλο τη φορά. Ακολουθώντας τον κάθε εργάτη στο γραφείο του αφεντικού καταλαβαίνουμε ότι δεν επαναλαμβάνεται μόνο η φόρμα της ταινίας, αλλά και το παραμύθι της εξουσίας. «Δεν έχω να σε πληρώσω», «άσχημες εποχές, δεν βλέπεις τι γίνεται», «μην ανησυχείς», «κάνε υπομονή», «έχω ανθρώπους που θα σε βοηθήσουν για την πράσινη κάρτα, το σχολείο του γιου σου, τη σύνταξη, την εγχείρηση της μητέρας σου…»Με προφανείς επιρροές από το σινεμά του Μπέλα Ταρ, ο Μπαχραμί επιδιώκει τη μονοτονία των πλάνων και τη φόρμα της επανάληψης για να μάς εγκλωβίσει σε μία ατμόσφαιρα αδιέξοδης εκμετάλλευσης και ανώφελης ρουτίνας. Σκληρή δουλειά, ένα κομμάτι ψωμί, λίγο ύπνο και ευγνωμοσύνη που τα έχουμε κι αυτά. Η ίδια κίνηση της κάμερας όμως και το κοινό στήσιμο των κάδρων επιτυγχάνουν και κάτι ακόμα: ντόπιοι Ιρανοί και Κούρδοι μετανάστες, γυναίκες και άντρες - όλοι είναι ισότιμα θύματα των αφεντικών. Κι όμως φαγώνονται μεταξύ τους και δεν βλέπουν τον πραγματικό τους εχθρό.
Κάπως έτσι συνειδητοποιείς ότι ο Μπαχραμί δεν μιλάει μόνο για ένα εργοστάσιο στη μέση της ερήμου του Ιράν. Χρησιμοποιεί έναν μικρόκοσμο ως σύμβολο για να θρηνήσει τη χώρα του και τη γενιά του που έφτασε στα 40 (όπως ο «επιστάτης» Λατφολά) γνωρίζοντας μόνο το θεοκρατικό ισλαμικό καθεστώς που εγκλώβισε ένα εκσυγχρονισμένο κράτος στο σκοτάδι. Θάφτηκαν τα όνειρα τους μέσα σε φρούδες υποσχέσεις, εσωτερικούς διχασμούς και διαμάχες ανάμεσα στις διαφορετικές κάστες.
Βαριά, μακάβρια ατμόσφαιρα από το πρώτο πλάνο μέχρι το τελευταίο η ταινία βιώνεται δύσκολα κι επίπονα. Ο Μπαχραμί δε θα κάνει εύκολη την θέαση, δε θα αφήσει χαραμάδα για φως ή οξυγόνο.
Αφιερώνει την ταινία στον εργάτη πατέρα του που μάλλον ξόδεψε τη ζωή του σε αυτή την έρημη, αλλά γλίτωσε το γιο του από παρόμοια μοίρα.