Southern trees bear a strange fruit
Blood on the leaves and blood at the root
Black bodies swingin' in the Southern breeze
Strange fruit hangin' from the poplar trees
Τα «παράξενα φρούτα» που κρέμονται από τα δέντρα του Νότου, στους στίχους του διάσημου τραγουδιού διαμαρτυρίας που επέμενε να τραγουδά η Μπίλι Χόλιντεϊ, αναφέρονταν στο λιντσάρισμα των μαύρων από τους Κου Κλουξ Κλαν, μία τακτική που παρέμενε σκανδαλωδώς ατιμώρητη στις δεκαετίες του 30 και του 40. Η Χόλιντεϊ σόκαρε, κάθε φορά που το ερμήνευε. Οχι μόνο γιατί η εμβληματική φωνή της ήταν συνώνυμη με τον πόνο - πικρή, ραγισμένη, υγρή. Αλλά γιατί πρόφερε κάθε λέξη με μία στακάτη ειλικρίνεια που ήταν αβάσταχτη. Για τους μαύρους και τον κατάφωρο ρατσισμό που βίωναν. Αλλά πολύ περισσότερο για τους λευκούς, γιατί δεν άντεχαν να ακούν την αλήθεια: «Παράξενα φρούτα κρέμονται από τα δέντρα του Νότου - δεν τα βλέπετε; Κοιτάτε αλλού; Δεν κάνετε τίποτα;». Οι αστυνομικές αρχές είχαν προειδοποιήσει τη Χόλιντεϊ να σταματήσει να το ερμηνεύει. Το έβλεπαν σαν κάλεσμα για εξέγερση. Εκείνη πεισμωμένα αρνιόταν να υπακούσει. Και καθώς δεν μπορούσαν να τη σταματήσουν διαφορετικά, την κυνήγησαν για τον εθισμό της στις ναρκωτικές ουσίες. Αυτή ήταν η υπόθεση των «Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της Μπίλι Χόλιντεϊ» και το Κράτος νίκησε. Εξόντωσε μία από τις σπουδαιότερες τζαζ ταγουδίστριες της ιστορίας, που πάλευε με τους δαίμονές της σ' ένα από χέρι χαμένο αγώνα. Αλλά δεν σίγασαν τη φωνή της, που αντηχεί ακόμα, 80 χρόνια μετά: «blood on the leaves and blood at the root». Εχει βαθιά ρίζα ο ρατσισμός στην Αμερική. Και δεν είναι τυχαίο που μία ταινία επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία σήμερα, στον απόηχο του #blacklivesmatter.
Ο Λι Ντάνιελς («Ο Μπάτλερ», «Μονάκριβη») πατά στο σενάριο της βραβευμένης με Πούλιτζερ Σουζαν-Λόρι Παρκς για να καταθέσει τη δική του ακτιβιστική ματιά πάνω στο θρύλο της Χόλιντεϊ. Δεν είναι μία τυπική βιογραφία, αλλά μία περιήγηση στην τελευταία δεκαετία της αδικοχαμένης ντίβας (πέθανε στα 44 της χρόνια), με το FBI συνεχώς να την καταδιώκει, και την ίδια να μπαινοβγαίνει στη φυλακή, να περιοδεύει στα κλαμπ της επαρχίας χρεοκοπημένη, να κάνει το διάσημο comeback της στο Carnegie Hall, αλλά σταδιακά να λιώνει και να υποκύπτει στη φθορά της χαμηλής της αυτοεκτίμησης - εθισμός στη χρήση ηρωίνης, εθισμός στους εραστές που τη χρησιμοποιούν.
Είναι απορίας άξιο λοιπόν το ότι, ενώ κρύβεται μία μεγάλη δύναμη στην προσωπική ιστορία (το τραύμα και η ευαλωτότητα που συνυπάρχουν με το μοναδικό ταλέντο) και μία ακόμα μεγαλύτερη στο ιστορικό πλαίσιο (πόσο αδίστακτα θα πατήσει εκεί το σύστημα για να εξοντώσει όσους απαιτούν αλλαγή) ο Ντάνιελς αποτυγχάνει να παραδώσει μία δυνατή ταινία. Είναι παράξενο πώς χάνεται στο υλικό του, πώς οι στιγμές τον ξεπερνούν και τον πνίγουν, καθώς δεν έχει έρμα, έναν στιβαρό δραματικό άξονα.
Ο φακός του συλλαμβάνει με επιτυχία την ντίβα του όταν είναι επί σκηνής. Φωτίζει υπνωτισμένος το λευκό της γαρδένιας στα μαλλιά της, το γκρεμισμένο βλέμμα της, τα κόκκινα χείλη από όπου βγαίνει αβίαστα ο πόνος. Η αποτύπωση της ζωή της όμως αποδεικνύεται συμβατική κι εύκολα διδακτική. Η κινηματογράφηση του είναι διεκπαιρεωτικά φλύαρη, ενώ το ζητούμενο είναι να πιάσει κανείς βάθος κι όχι έκταση σε αυτή την αφήγηση. Ο τόνος του σε λάθος θερμοκρασία - δεν υπάρχει καμία ανάγκη να υπογραμμίσει κανείς το μελόδραμα στην ιστορία αυτής της γυναίκας. Η ίδια είναι το μελόδραμα προσωποποιημένο. Δεν χρειάζεται ο κακός λευκός ομοσπονδιακός πράκτορας ή ο κακοποιητικός μαύρος εραστής να σκιαγραφούνται σχηματικά, σχεδόν καρτουνίστικα. Η αλήθεια είναι εκκωφαντική, μπορείς και να την ψυθιρίσεις.
Αν όμως ο Ντάνιελς κάνει πολλές λάθος επιλογές, έχει κάνει μία χρυσή: την πρωταγωνίστριά του. Η τραγουδίστρια Αντρα Ντέι βουτά στο ρόλο με γενναιότητα και ψυχή. Οπως και η Νταϊάνα Ρος που ερμήνευσε την Μπίλι Χόλιντεϊ στο «Η Κυρία Τραγουδάει τα Μπλουζ» (1972) του Σίντνεϊ Φιούρι, κερδίζει και εκείνη οσκαρική υποψηφιότητα, αλλά και τη Χρυσή Σφαίρα Α' Γυναικείου ρόλου - σε μία χρονιά με αρκετό ανταγωνισμό. Επάξια. Δεν παίζει την Χόλιντεϊ, βυθίζεται σε αυτήν. Η φωνή της βγαίνει με το σήμα-κατατεθέν ηχόχρωμα, τα ραγισμένα φωνήεντα, τα σκληρά σύμφωνα, το πονεμένο γρέζι. Η Ντέι κουβαλά με αβίαστη φυσικότητα τη δύναμη και το χάσιμο στο βλέμμα της ηρωίδας της. Τις αλλαγές στη διάθεσή της που συναγωνίζονταν τους τζαζ αυτοσχεδιασμούς του λάρυγγά της. Ακόμα και στις πιο άτυχες στιγμές της ταινίας, δεν μπορείς να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της.
Είναι κρίμα να έχει κανείς μία τέτοια πρώτη ύλη στα χέρια του και να χάνει την ευκαιρία να απογειώσει την ταινία του σε κάτι αυτόματα κλασικό. Ειδικά όταν οι προθέσεις είναι άριστες: όπως κάθε άξια λόγου ταινία εποχής, έτσι και το «Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Μπίλι Χόλιντεϊ» κοιτά το παρόν, όχι το παρελθόν. Γιατί κοίτα πόσο «παράξενο»: κάποτε τους κρεμούσαν από τα δέντρα, αλλά και σήμερα «they can't breathe».