H Σίντι και ο Μάικ ξεκινούν οδικώς για την εξοχή μαζί με την ατίθαση έφηβη κόρη τους, Κίνσι, και τον μεγάλο τους γιο, Λουκ. Κανείς δεν φαντάζεται ότι αυτό που ξεκίνησε σαν μια συνηθισμένη οικογενειακή εκδρομή, θα καταλήξει στον μεγαλύτερο εφιάλτη τους… Κατά την άφιξή τους σε ένα απομονωμένο πάρκο για τροχόσπιτα, ένα χτύπημα στην εξώπορτα θα οδηγήσει σε μία νύχτα απερίγραπτου τρόμου. Τρεις άγνωστοι ψυχοπαθείς με μάσκες και θανατηφόρες προθέσεις θα αναγκάσουν τα μέλη της οικογένειας να παλέψουν για τη ζωή τους.
Οταν το 2008 είχε κυκλοφορήσει στις αίθουσες το «Κλείδωσες;» (ο ελληνικός τίτλος του «Strangers»), όλοι είχαν σταθεί απέναντί του με ένα κάποιο θαυμασμό. Πατώντας πάνω στα κλισέ του είδους, το φιλμ του Μπράιαν Μπερτίνο κατάφερνε να μεταδώσει την κλειστοφοβική του ατμόσφαιρα και να κλείσει ιδανικά την ιστορία του - βασισμένη πάνω στην κεντρική ιδέα του home invasion - με ένα άκρως νιχιλιστικό φινάλε.
Το «Κλείδωσες;» μπορεί ξεχάστηκε με τον καιρό από τους περισσότερους και κυρίως να χάθηκε μέσα στο σωρό από τις αμέτρητες ταινίες τρόμου που κυκλοφορούν κατά περιόδους, αλλά όχι και από τους φανατικούς θαυμαστές του οι οποίοι επιζητούσαν διακαώς μια συνέχειά του, η οποία φτάνει, δέκα χρόνια μετά, με υπότιτλο «Ματωμένη Νύχτα».
Τι μένει όμως από την καρδιά της ιστορίας όταν πετάς στα σκουπίδια ό,τι έκαναν επιτυχημένη την πρώτη ταινία της σειράς, όπως την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και τον πεσιμισμό της; Η απάντηση είναι ένα άκρως τυποποιημένο slasher movie του σωρού.
Το σενάριο της «Ματωμένης Νύχτας» αποφασίζει να ξεφύγει από τους τέσσερις τοίχους κάποιου σπιτιού και να μεταφερθεί σε έναν τελείως ανοιχτό χώρο, ένα ακατοίκητο πάρκο γεμάτο με τροχόσπιτα, το οποίο βρίσκεται σε ένα μισοφωτισμένο δάσος στην μέση του πουθενά, σε ένα σκηνικό που μπορεί να θυμίζει τις περισσότερες ταινίες τρόμου, και για πολλούς να σημαίνει ένα βήμα πίσω από την πρώτη ταινία. Οι τρεις λιγομίλητοι μασκοφορεμένοι δολοφόνοι παραμένουν σκιαχτικοί, αλλά οι χαρακτήρες ποτέ δεν γίνονται κάτι παραπάνω από τα στερεότυπα που τους θέλουν να είναι οι ταινίες του είδους (σίγουρα η Κριστίνα Χέντρικς άξιζε μια καλύτερης μεταχείρισης από αυτό), και ακόμα και οι διάλογοι φαίνεται να μην έχουν το ίδιο αντίκτυπο όπως εκείνη η ανατριχιαστικά παγωμένη απάντηση ενός από τους δολοφόνους στην πρώτη ταινία στο γιατί τα κάνουν όλα αυτά: «γιατί απλά ήσασταν σπίτι».
Αυτή την φορά την σκηνοθεσία την αναλαμβάνει ο Γιοχάνες Ρόμπερτς, ο οποίος έγινε γνωστός στην Αμερική με το θρίλερ «47 Meters Down», δείχνει σαφώς επηρεασμένος από ταινίες του Τζον Κάρπεντερ, αλλά και από ανάλογες ταινίες του είδους που άνθισαν την δεκαετία του ’80, όπως το «Παρασκευή και 13», αποτίνοντας το δικό του φόρο τιμής στα αγαπημένα του φιλμ τρόμου από τους τίτλους αρχής μέχρι το φινάλε. Ομως παρόλο το στιλ, το 80s soundtrack και κάποιες ευφάνταστες σκηνές, όπως εκείνη στην πισίνα, ο Ρόμπερτς δεν καταφέρνει ποτέ να πιάσει το πνεύμα της πρώτης ταινίας, τον πραγματικό φόβο εκείνο του αγνώστου και την ένταση που προκύπτει από αυτόν, γεμίζοντας την ταινία του με φτηνά jump scares, πολλά ανούσια κυνηγητά και αφελή ουρλιαχτά.
Αν και μετά από όλα αυτά ακόμα αναρωτιέσαι γιατί χρειάζονταν ένα τέτοιο σίκουελ, το «γιατί όχι» ενός από τους δολοφόνους είναι η καλύτερη απάντηση που μπορείς να πάρεις.