Σικάγο, 1930. Το Μεγάλο Κραχ έχει γονατίσει τους πάντες, με μόνο τους μεγαλοεγκληματίες και τους διεφθαρμένους αστυνομικούς να επιβιώνουν. Ως αντίπαλο δέος, οι μικροαπατεώνες του δρόμου. Τυχοδιώκτες που στήνουν κομπίνες στους περαστικούς, με αυτοσχέδια κόλπα που διδάσκουν ο ένας στον άλλον. Ο Τζόνι Χούκερ είναι ένας από αυτούς και τα χρωστάει όλα στον μέντορά του, τον Λούθερ Κόλμαν, ο οποίος είναι πολύ μεγαλύτερος του κι έτοιμος να αποσυρθεί πια. Μόνο που δεν προλαβαίνει. Τα τελευταία χρήματα που βούτηξαν από έναν περαστικό άνηκαν σε αφεντικό της μαφίας που κουράστηκε να τον κλέβουν οι ντόπιοι πορτοφολάδες. Στέλνει τα παλικάρια του κι εκτελούν τον Λούθερ. Τότε ο Χούκερ αναζητά έναν παλιό συνεργάτη του νεκρού, τον θρυλικό κομπιναδόρο Χένρι Γκόντορφ, και μαζί στήνουν ένα μεγάλο κόλπο για να εκδικηθούν το χαμό του φίλου τους και να ξετινάξουν τον αρχιμαφιόζο.

Το δίδυμο των Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ είχε αποδείξει την ασυναγώνιστη, καλοκουρδισμένη χημεία του με τους «Δυο Ληστές» (Butch Cassidy and The Sundance Kid, 1969) του Τζορτζ Ρόι Χιλ. Τέσσερα χρόνια μετά, επιστρέφουν, ποντάροντας στον ίδιο σκηνοθέτη και κερδίζοντας ξανά όλα τα στοιχήματα. Γιατί το «The Sting» δεν σκοράρει απλώς κι εμπορικά (κάνοντας ρεκόρ στα box office της εποχής) και καλλιτεχνικά (7 Οσκαρ, ανάμεσα τους και αυτό της Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς), αλλά μένει στην ιστορία ως το τέλειο «caper movie», μία εμβληματική ταινία-αναφοράς για το αριστοτεχνικό στήσιμο της αστυνομικής της πλοκής και την πανέξυπνη ανατροπή του φινάλε της.

Το σενάριο του Ντέιβιντ Γουόρντ είναι καλοκουρδισμένο, εμπνευσμένο, μελετημένο στην λεπτομέρεια. Κεφάλαια διαχωρίζουν τα κόλπα που οδηγούν στο μεγάλο κόλπο - έτσι ώστε ο θεατής να νιώθει στο κέντρο της δράσης, ενώ ταυτόχρονα πιάνεται κι ο ίδιος θύμα μίας σειράς καλοστημένων παγίδων. Η διάσημη σεκάνες πόκερ στο τρένο, ο εικονικός ιππόδρομος, η συμμορία που κινεί ευφάνταστα τα νήματα της απάτης - όλα έχουν σημασία και τίποτα δεν έχει. Γιατί το μεγάλο κόλπο είναι το ίδιο το σινεμά: όταν λειτουργούν όλα τα κομμάτια αβίαστα, τότε δεν σε νοιάζει αν βιώνεις την απόλυτη πλάνη. Χαμογελάς.

Και στο «Κεντρί» χαμογελάς συνέχεια. Φροντίζει ο Τζορτζ Ρόι Χιλ για αυτό. Ολα είναι λίγο off στην κινηματογράφησή του: τα πλάνα του, ο ρυθμός του, το στήσιμο, όλα μοιάζουν να παίζουν τον «παπά» με τον θεατή. Δεν ακολουθείς την πλοκή, είναι σαν να πέφτεις απότομα πάνω της, να την πιάνεις στα πράσα. Αλλά, τελικά, να ανακαλύπτεις ότι και πάλι ξεγελάστηκες.

Ισως γιατί κοιτάς αλλού. Δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από τον Νιούμαν και τον Ρέντφορντ. Ωμά γοητευτικοί, τσαλακωμένα λαμπεροί, πηγαία ακαταμάχητοι, απογειώνουν την περσόνα του γοητευτικού κωλόπαιδου που όμως έχει ηθικό κώδικα και τιμή, σε κάτι πολύ πιο μεγάλο. Γιατί η ταινία μπορεί να είναι ένα γάργαρο, εμπορικό buddy movie, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε πότε έχει γυριστεί. Πάνω κάτω την ίδια εποχή με τη «Συνομιλία», τον «Νονό», τον «Ελαφοκυνηγό», τον «Ταξιτζή», το «Five Easy Pieces». Είναι κι αυτή κομμάτι του 70ς «νέου αμερικανικού σινεμά», που θέλει τον αντιήρωα πρωταγωνιστή και «κακό» το ίδιο το σύστημα. Ισως για αυτό, παρόλη την προσοχή στις αξίες παραγωγής, τόσο η σκηνογραφία όσο και η ενδυματολογία δεν θυμίζει 30ς, αλλά 70ς.

Από τα νουάρ των 40ς και 50ς, μέχρι τα «Oceans» ή τις ταινίες του Γκάι Ρίτσι, τα «caper movies» μάς κάνουν να είμαστε πάντα με το μέρος των παρανόμων. Το «Κεντρί» μάς εξηγεί γιατί. Υπάρχει κάτι άτυπα έντιμο όταν ο μικρός χώνει το χέρι του στην μεγάλη διεφθαρμένη τσέπη. Κάτι που θυμίζει τον μύθο του «Ρομπέν των Δασών» κι αυθόρμητα η καρδιά το νώθει δίκαιο και το επικροτεί. Και χαμογελάς. Οπως χαμογελάς κάθε φορά που θα ακούσεις το διάσημο μουσικό σκορ. Ενα παιχνιδιάρικο πιάνο που έμεινε στις δεκαετίες να θυμίζει ότι, έστω στο σινεμά, οι μικροί χώνουν το κεντρί τους στο σύστημα.