Ο Γιουβάλ Αντλερ του «Bethlehem» καταπιάνεται, μετά τον Ρομάν Πολάνσκι το 1994, με το θεατρικό «Ο Θάνατος και η Κόρη» του Αριελ Ντόρφμαν, μεταφέροντας το ιστορικό πλαίσιο στη μεταπολεμική Αμερική και στην ολοζώντανη μνήμη του ναζισμού.
Η Μάγια, Ρομά που γνώρισε τον Αμερικανό άντρα της, Λούις, στον πόλεμο και, μαζί, εγκαταστάθηκαν σ' ένα περιποιημένο προάστιο του «νέου κόσμου», ζει μια απλή, όμορφη, ειρηνική ζωή, βοηθώντας τον Λούις στο ιατρείο του, φροντίζοντας τον μικρό γιο τους, πιάνοντας κουβέντες με τους καλοπροαίρετους γείτονες. Μέχρι τη στιγμή που, στο δρόμο, από το πουθενά, είναι σίγουρη πως βλέπει τον Ναζί στρατιώτη που βασάνισε και σκότωσε την αδελφή της. Η Μάγια, με την απρόθυμη συνεργασία του Λούις, θα απαγάγει τον θύτη και, στο υπόγειο του σπιτιού τους, θα προσπαθήσει να μάθει την αλήθεια και να επιβάλλει την τιμωρία που ονειρευόταν.
Ακροπατώντας διαρκώς μεταξύ υποψίας και βεβαιότητας, χτίζοντας ένα σεναριακό ιστό σε μια καταδίκη χωρίς στοιχεία, όπως κάνει, συναρπαστικά και το πρωτότυπο υλικό, ο Αντλερ δίνει την έμφασή του σε δύο άξονες. Τη θεωρητικά σαρωτική ερμηνεία της Νούμι Ραπάς που, ωστόσο, εξαντλείται σε επαναλαμβανόμενα «νουαροειδή» πλάνα του ταραγμένου προσώπου της και σε αρειμάνιο κάπνισμα, δεδομένης και της έλλειψης χημείας μεταξύ εκείνης και του πάντα γλυκύτατου, preppy Κρις Μεσίνα. Και την αυξημένη σωματική βία, φορτισμένη από το γεγονός πως εκείνοι που την ασκούν δεν τη γνωρίζουν και δεν την εφαρμόζουν εύκολα, η οποία, ταλαντευόμενη μια από την πλευρά του ζευγαριού, μια από την πλευρά του μυώδους, σιδερένιας οργής Τζόελ Κίναμαν, γίνεται η ζυγαριά ευθύνης, ενοχών κι εκδίκησης.
Μόνο που, κάνοντας έτσι κι αλλιώς άλματα λογικής στο σενάριό της, η ταινία πέφτει στην παγίδα που η ίδια στήνει, στη διαρκή υπονόμευση της αλήθειας από τη φόρτιση που φέρνει η μνήμη και η οδύνη, χωρίς να μπορεί, ως και το φινάλε, να λύσει το κουβάρι των ηρώων της και να φτάσει στα δυνατά πολιτικά και κοινωνιολογικά συμπεράσματα που, θεωρητικά, είναι η αποστολή της.