Δεν θα μάντευε κανείς, βλέποντας τη «Μυστική Γραφή», ότι πριν μια εικοσαετία ο Τζιμ Σέρινταν ήταν ο πιο αντιπροσωπευτικός, παθιασμένος και καθηλωτικός σκηνοθέτης της ιρλανδέζικης ιστορίας και κουλτούρας, με ταινίες σαν το «Αριστερό μου Πόδι» και το «Εις το Ονομα του Πατρός». Η γνώση και η κουλτούρα εδώ αραιώνονται σ' ένα χλιαρό μελόδραμα με όλο και πιο προβλέψιμη έκβαση.

Η ταινία ξετυλίγεται σε δυο χρόνους. Το 1992, σ' ένα άσυλο που πρόκειται να σφραγιστεί, ένας ψυχίατρος (με τη συμπαθή μελαγχολία του Ερικ Μπάνα) καλείται να επανεξετάσει την περίπτωση μιας τροφίμου, της Ρόουζ που υποδύεται με χαρακτηριστική μεγαλοπρέπεια η Βανέσα Ρέντγκρεϊβ. «Δεν σκότωσα το μωρό μου» επαναλαμβάνει άκοπα η Ρόουζ, ενώ ξεκινά ν' αφηγείται στον πρόθυμο γιατρό της ιστορία της, γραμμένη στα περιθώρια της Βίβλου της. Μεταφορά 50 χρόνια πίσω, όταν η Ρόουζ ήταν μια κοπέλα-πυρκαγιά, όμορφη και ατρόμητη Προτεστάντης σ' ένα χωριό φανατικών Καθολικών, πηγή κουτσομπολιού, πάθους και εμμονών, στην καρδιά του Β' Παγκόσμιου αλλά και της Ιρλανδο-Βρετανικής διαμάχης.

Περισσότερο με σύμμαχο την υπέροχη φωτογραφία του Ρώσου Μιχαήλ Κρίχμαν (σταθερού συνεργάτη του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ, πιο πρόσφατα στον «Λεβιάθαν» του), παρά το σενάριο, βασισμένο στο ομότιτλο μπεστ-σέλερ του Σεμπάστιαν Μπάρι, η ταινία αναδύει την ατμόσφαιρα της ιρλανδικής εξοχής αλλά και της ιδεολογίας της χώρας, ενός τόπου πεισμωμένου και αυστηρού. Μέσα σ' αυτόν, η Ρούνι Μάρα με ομολογουμένως εξαιρετική ιρλανδέζικη προφορά, αποκαλύπτει τον πιο αισθησιακό και στεντόριο εαυτό της.

Εκεί ακριβώς θα πλεχτεί ο ιστός της ιστορίας, από μισαλλοδοξία, καταπίεση και ενοχές. Το φιλμ δίνει κάθε αφορμή για δυνατό υλικό, αγγίζοντας τον θρησκευτικό αυταρχισμό, τον (συνυφασμένο μ' αυτόν) μισογυνισμό, τη βία ως απόρροια της απαγόρευσης, τη βαθειά ριζωμένη αντιπαλότητα Καθολικών και Προτεσταντών, την ευκολία με την οποία μια μικρή κοινότητα βάλλει τον λίθον, το αντανακλαστικό μίσος απέναντι στο διαφορετικό. Θέματα ικανά να συνθέσουν μια ταινία - δυναμίτη.

Ο οποίος δυναμίτης αποδεικνύεται τζούφιος σε όλο το μέρος της ταινίας που κυλά στο «παρόν», καθώς η μια προβλέψιμη ανατροπή διαδέχεται την άλλη κι όλα συνδέονται με αδικαιολόγητες συμπτώσεις, προς ένα φινάλε που ο θεατής έχει αντιληφθεί, ενοχλητικά, τόσο πιο νωρίς από τους κεντρικούς ήρωες. Κι αν οι πρωταγωνιστές του πρώτου μέρους της ιστορίας είναι, μεν, μονοδιάστατοι αλλά και αυθεντικοί, εκείνοι του δεύτερου μοιάζουν με πρόχειρα στερεότυπα σχεδιασμένα για να καλύψουν κενά και να δώσουν χειριστικές λύσεις.