Το έχουμε σκεφτεί όλοι. Ενα σπίτι που το νοικιάζεις από το internet για ένα ονειρεμένο weekend χωρίς να ξέρεις και κυρίως χωρίς να μπορείς να φανταστείς σε τι ακριβώς παγίδα έχεις πέσει.

Και αφού το σκεφτήκαμε, το είδαμε και σε δεκάδες ταινίες χρόνια τώρα - πρν ακόμη την επέλαση του Airbnb ή την τεχνολογία που επιτείνει τα ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων.

Το έχουμε σκεφτεί όλοι. Οχι όμως και η παρέα των Τσάρλι και της Μισέλ, της Μίνα και του Τζος, των δύο ζευγαριών που θέλουν να γιορτάσουν μια μεγάλη επιτυχία της εταιρίας που διατηρούν ο Τσάρλι με τη Μίνα με μια εκδρομή σε ένα απίστευτο σπίτι δίπλα στον ωκεανό.

Αυτοί θα αρχίσουν να περνούν εφιαλτικά γι’ άλλο λόγο.

Κυρίως επειδή η Μίνα θεωρεί πως ο αδερφός του ιδιοκτήτη του σπιτιού που κανονίζει τις κρατήσεις και το καλωσόρισμα είναι ρατσιστής και μπαινοβγαίνει στο σπίτι χωρίς να τον αντιλαμβάνονται, επειδή η σχέση της με τον Τσάρλι δεν είναι αυστηρά επαγγελματική όπως φροντίζουμε να μάθουμε σχεδόν από την πρώτη σκηνή της ταινίας και επειδή ως highlight του Σαββατοκύριακου λογίζεται ένα σακουλάκι με ναρκωτικά που θα είναι η αρχή μιας βραδιάς που θα κορυφωθεί στο υπαίθριο τζακούζι…

Ο,τι ακολουθεί (και δεν το αποκαλύπτουμε μόνο για την ελάχιστη χαρά του non spoiler fun που μετά θα σας τη χαλάσει η ίδια η ταινία) είναι ένα τόσο μπερδεμένο - στις προθέσεις, όχι στην πλοκή - φιλμ που δεν αφήνει καμία αμφιβολία πως γράφτηκε στο πόδι (το «χέρι» του έβαλε, μαζί με τον Ντέιβ Φράνκο, ο όχι και τόσο της κλασικής αφήγησης πάλαι πότε «βασιλιάς του mumblcore» Τζο Σουάνμπεργκ) και πήρε το πράσινο φως με την πιο εφήμερη και από σαπουνόφουσκα λογική που τρεντάρουν στα κοινωνικά δίκτυα τα «events» της καθημερινότητας.

Χωρίς καμία συνέπεια στις σεναριακές του τροπές και ανατροπές, με αψυχολόγητες αντιδράσεις από τους ήρωες του, μια δόση δωρεάν χιπστεριάς που πλέον δεν βοηθάει ούτε τις ταινίες των ίδιων των χίπστερ, μπερδεμένα τα περί «λευκής» άγριας Αμερικής και τα περί αρσενικής τοξικότητας συν μια τόσο παλιοκαιρισμένη «ηθική» περί της επιτυχίας που πρέπει να πληρώσεις (ή κάτι;), το «Σαββατοκύριακο των Μυστικών» ολοκληρώνεται από πάνω - και κυρίως από το πουθενά - με μια ισχυρή υποψία για ταινία με κατά συρροήν δολοφόνο και σαν να μην έφτανε αυτό, φτιαγμένη για να έχει σίκουελ.

Αυτό που μένει από μια ταινία που χαραμίζει τους ηθοποιούς της (εκπληκτική τετράδα σε σταδιακά αμήχανη αποσύνθεση, με χειρότερη την - θεωρητικά καλύτερη όλων - Αλισον Μπρι και καλύτερο τον «δεν ξέρω τώρα πώς να παίξω αλλά επειδή είμαι καλός ηθοποιός θα το καταφέρω» Νταν Στίβενς) και νομίζει ότι μπορεί, χωρίς καμία βάση, να ανακατέψει στο μίξερ του τρόμου όλο το σύγχρονο αμερικάνικο γίγνεσθαι προκειμένου να είναι σε επαφή με το πλήθος εκεί έξω, είναι το σκηνοθετικό ταλέντο του Ντέιβ Φράνκο που στην πρώτη του εδώ σκηνοθετική απόπειρα χειρίζεται το χώρο με γνώση και τις μεγάλες του σκηνές με υποβλητική υπομονή, στήνοντας τελικά μια ταινία που μοιάζει καλύτερη και τρομακτικότερη από αυτή που (νομίζει ότι) είναι.