Σικάγο 1956. Ο μεσήλικας Λέοναρντ είναι ο έμπιστος ράφτης της γειτονιάς, καθώς πριν από μία δεκαετία μετοίκησε τις γνώσεις και την εμπειρία της ραπτικής του από το Λονδίνο. Ολοι πιστεύουν ότι το έσκασε στην Αμερική, μετά την επέλαση του Ναζισμού, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με ακόνισμένο το βρετανικό φλέγμα του εκείνος τούς διορθώνει: το έσκασε από την επέλαση του blue jean. Μεθοδικός και τελειομανής, ο Λέοναρντ προσέχει την κάθε λεπτομέρεια στη δουλειά του. Ενα κουστούμι δεν χρειάζεται απλώς άψογο σχεδιασμό, επιλογή καλού υφάσματος, σταθερό χέρι στο κόψιμο και το ράψιμο. Ο ράφτης πρέπει να μετρά τις σωματικές διαστάσεις του πελάτη, αλλά να υπολογίζει και αυτές τις προσωπικότητάς του. «Να κόβει» ποιον έχει απέναντί του.
Κι ο Λέοναρντ έχει μία γκάμα πολύ διαφορετικών πελατών: από βαριεστημένους υπαλλήλους ή φιλόδοξους πωλητές, μέχρι διαβόητους μαφιόζους που ελέγχουν το παιχνίδι στις γειτονιές της πόλης. Οι τελευταίοι δεν χρειάζονται (μόνο) κουστούμια - χρησιμοποιούν το μαγαζί του ως βιτρίνα. Αντρες με χαμηλωμένες ρεπούμπλικες και καπαρντίνες μπαινοβγαίνουν καθημερινά για να αφήσουν την παράνομη αλληλογραφία της μέρας σ' ένα γραμματοκιβώτιο που ο Λέοναρντ έχει επιτρέψει στο πίσω μέρος του μαγαζιού του, στο ραφείο του. Σε κάθε τέτοια διακίνηση, διακριτικός και μετρημένος, δεν σηκώνει καν το βλέμμα από τις κλωστές του. Ισως είναι το τίμημα που πληρώνει για να τον αφήνουν ήσυχο, να κάνει τη δουλειά του ανενόχλητος από τις επικίνδυνες «προστασίες» της πόλης που πλέον αποκαλεί σπίτι. Γιατί αντίθετα με την Μέιμπλ, την πανέξυπνη, αλλά αυθάδη ρεσεψιονίστ του, εκείνος έχει αποφασίσει ότι εκεί είναι πλέον το σπίτι του. Το νεαρό κορίτσι ονειρεύεται ανυπόμονα να ξεφύγει από τα στενά όρια της πόλης και της φτώχειας της. Ο Λέοναρντ τη στηρίζει αλλά και την προσγειώνει, την προστατεύει με πατρική ανησυχία.
Ενα βράδυ όμως όλες οι ισορροπίες που κρατά ο Λέοναρντ ανατρέπονται. Οι Μπόιλ, η Οικογένεια της ιρλανδικής μαφίας συνειδητοποιεί ότι έχει στους κόλπους της ένα καρφί, το πρωτοπαλίκαρο του Αφεντικού έχει ξεχυθεί για αίμα και η εξέλιξη αυτής της νύχτας θα ξεφύγει επικίνδυνα από κάθε πατρόν.
Ο Γκράχαμ Μουρ, ο οσκαρικός σεναριογράφος του «The Imitation Game», γράφει και σκηνοθετεί ένα κλασικό γκανγκστερικό δράμα, ένα θρίλερ δωματίου, καθώς η κάμερα δε θα εγκαταλείψει ποτέ τους χώρους του ραφείου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι λείπει το σασπένς: το ψαλίδι του ράφτη θα ξηλώνει συνεχώς τις ραφές της εξέλιξης, διατηρώντας την περιέργεια του θεατή για το τι σχήμα θα πάρει τελικά αυτό το κουστούμι.
Ναι, όταν η κάμερα κινείται και στήνεται σε δύο δωμάτια μόνο, η θεατρικότητα δεν λείπει. Ομως ο Μουρ δίνει την αίσθηση ότι το έχει κάνει επίτηδες, ως στοίχημα: θέλει να δοκιμάσει το δικό του σκηνοθετικό κουστούμι που έκοψε και έραψε ακολουθώντας παραδείγματα master του παρελθόντος (το «Rope» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, για παράδειγμα). Οπως και ο πρωταγωνιστικός ήρωάς του, ο Μουρ έχει για όπλο το ψαλίδι του - τόσο στο λόγο, όσο και στο μοντάζ. «Τι άλλο χρειάζεται ένας ράφτης, εκτός από το ψαλίδι του;».
Ενα κουστούμι όμως, μπορεί να έχει την ίδια κοψιά με κάποιο άλλο, αλλά όλα κρίνονται από την ποιότητα των υφασμάτων που χρησιμοποιείς - θα πέσουν αισθητική και ακρίβεια στις διαστάσεις που τα μέτρησες, ή θα κάτσουν άκομψα στο σώμα;
Η πρώτη ύλη του Μουρ είναι οι ηθοποιοί του. Από τους δεύτερους ρόλους (η Ζόι Ντόιτς ερμηνεύει με φινετσάτο τσαμπουκά το κορίτσι των πίσω γειτονιών του Σικάγο, ο Τζόνι Φλιν πείθει ως πρωτοπαλίκαρο-εκτελεστής, ενώ ο Ντίλαν Ο' Μπρέιεν φορά γενναιόδωρα την κακομαθημένη ανασφάλεια του γιου του Αφεντικού) μέχρι τον οσκαρικό του πρωταγωνιστή.
Ο Μαρκ Ράιλανς προμηθεύει το ρόλο του ράφτη με μία ούγια εμπιστοσύνης. Εχει μετρήσει κάθε μικρολεπτομέρεια, κάθε μικροκίνηση, κάθε βλέμμα. Το πρόσωπό του παραμένει ακίνητο, ανέκφραστο, ατσαλάκωτο. Το σώμα του καμπουριασμένο πάνω από τα υφάσματά του. Οπως όμως κάθε ράφτης δεν αποκαλύπτει όλα του τα μυστικά, έτσι κι εδώ ο Ράιλανς, όταν πρέπει, χαρίζει όλα του τα εργαλεία σ' έναν ρόλο με δαίμονες και παρελθόν.
Το ράβε-ξήλωνε του τέλους να μην υπήρχε γιατί κούρασε (δε χρειαζόμαστε τόσες πολλές ανατροπές) και θα είχαμε να κάνουμε με κάτι το αυτόματα κλασικό.