Είναι συγκινητικό πώς μια σπουδαία ταινία (που δεν έγινε κατ' ανάγκη για να καταγραφεί ως «σπουδαία», αλλά μάλλον για να εκπληρώσει το όραμα του 30χρονου δημιουργού της να συμβαδίσει με το μεγάλο παγκόσμιο σινεμά και να μιλήσει για τον μικρό άνθρωπο), εξακολουθεί να εκπλήσσει ακόμα και εβδομήντα, σχεδόν, χρόνια αφότου γυρίστηκε.
Αν τον γνωρίζεις και τον ξαναδείς μετά από χρόνια, ο «Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου εκπλήσσει αρχικά με την τεχνική αθωότητά του. Συνομήλικος με το αμερικανικό νουάρ (η ταινία βγήκε στις αίθουσες την ίδια χρονιά, για παράδειγμα, με το «Οταν η Πόλη Κοιμάται» του Φριτς Λανγκ, το «The Killing» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το «Μόλις Πέσει η Νύχτα» του Ζακ Τουρνέρ, καθόλου τυχαία όλες ταινίες Ευρωπαίων σκηνοθετών που μετοίκησαν στην Αμερική), ο «Δράκος» συμπεριφέρεται, επαναλαμβανόμενα, σαν βωβή ταινία, με τον ήχο να παραπαίει, μ' ένα αμήχανο ντουμπλάζ, αλλά και με τις εκφράσεις των ηθοποιών να επικαλούνται την τραγική δραματουργία ή τις επιλογές του κάδρου και του σκηνογραφικού ν' αντλούν από τις εγκλωβιστικές γραμμές του εξπρεσιονισμού.
Αλλά ο «Δράκος» δεν έγινε στην Αμερική - έγινε στην Ελλάδα της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή, του παρακράτους και της τεράστιας λαϊκής φτώχειας. Σ' αυτής της εποχής την Αθήνα ζει ο Θωμάς, όχι άπιστος αλλά αθώος, ταπεινός, κοινωνικά δειλός, ένας υπαλληλάκος στην τράπεζα που δεν έχει με ποιον να περάσει την αργία της Πρωτοχρονιάς. Τη μοίρα του θα την καθορίσει το πρόσωπό του: ο Θωμάς μοιάζει με τη φωτογραφία, στην εφημερίδα, ενός σεσημασμένου κακοποιού που ο Τύπος κι οι αρχές αποκαλούν «ο Δράκος» και που καταζητείται. Κυνηγημένος από την αστυνομία, ο Θωμάς θα βρει καταφύγιο σ' ένα καμπαρέ στον Πειραιά (απ' αυτά, τότε, που συνδύαζαν την κονσομασιόν με το ρεμπέτικο) κι εκεί, οι παράνομοι, οι περιθωριακοί, με επικεφαλής τον Χοντρό, θα πιστέψουν επίσης ότι έχουν μπροστά τους τον Δράκο και θα του υποκλιθούν. Θα τον θέσουν αρχηγό μιας επικίνδυνης κομπίνας τους, να κλέψουν μια κολώνα από τους στύλους του Ολυμπίου Διός και να την πουλήσουν σ' έναν Αμερικάνο αρχαιοκάπηλο (γιατί η Ελλάδα, κάπου τότε, ξεκίνησε τη δουλικότητα απέναντι στο τουρισμό και στους ξένους). Ο Θωμάς, διστακτικά θ' αγκαλιάσει το νέο του ρόλο που, για πρώτη φορά στη ζωή του, θα του δώσει εξουσία. Διστακτικά θ' αγαπήσει και τη Ρούλα, το «Μωρό», μια έφηβη ανάμεσα στα κορίτσια του μαγαζιού, ένα παιδί που αποζητά το παραμύθι.
Ο Κούνδουρος (με βοηθό σκηνοθέτη τον Χρήστο Βαχλιώτη, του οποίου το υπέρογκο ταλέντο και η ιδιοσυγκρασιακή προσωπικότητα θα ήταν ωραίο ν' αναγνωριστούν μια φορά), μαζεύει μια συναρπαστική ομάδα συνεργατών, τον Ιάκωβο Καμπανέλλη στο σενάριο, τον Μάνο Χατζιδάκι στη μουσική, τον Κώστα Θεοδωρίδη στη φωτογραφία, τον Τάσο Ζωγράφο στα σκηνικά, την Ντένη Βαχλιώτη στα ρούχα και ταυτοποιεί το φιλμ νουάρ με τον νεορεαλισμό. Το σύμπαν του είναι εκεί όπου το σκοτάδι πολεμάει και χορεύει με το φως, ο ήρωάς του δεν είναι ο strong silent type, παρότι το παλεύει, είναι ένας ήσυχος άνθρωπος, ένα θύμα της ταξικής ανισότητας. Το κορίτσι του δεν είναι μια φαμ φατάλ, είναι μια κούκλα που παίζει ακόμα με κούκλες. Κι εκεί, όπου η κάθε σεκάνς μοιάζει με αυτοτελές δράμα και παραλύει είτε τις αισθήσεις, είτε το συναίσθημα είτε, το σκληρότερο, τη συνείδηση, ο Κούνδουρος αναδεικνύει τη λαϊκή πικρία.
Δεν είναι μόνο ο Θωμάς του που προτιμά να παίξει με το θάνατο προκειμένου να ξεφύγει από το ριζικό του, από την ασήμαντη ταυτότητά του. Είναι τα σχόλια, από την αρχή της ταινίας, για την ανικανότητα της κυβέρνησης και τους άθλους του κοσμάκη. Είναι η μαγική σεκάνς του ζεϊμπέκικου, της ταξικής απόγνωσης και των προδομένων ονείρων. Είναι οι εξομολογήσεις των παράνομων, με ακροατή την κάμερα, για τ' όνειρό τους στη ζωή, ν' αποκτήσουν ένα μαγαζάκι, ή ένα χωραφάκι, για να μπορέσουν να ζήσουν, αγαθά που με νόμιμη δράση δεν θα τους αναλογήσουν ποτέ. Είναι ο Χοντρός με τους πιο τρυφερούς ηθικούς κανόνες. Είναι ο πεσιμισμός, τόσο χαρακτηριστικός και των δυο κινηματογραφικών ειδών, απέναντι στην ανθρώπινη εξέλιξη, εμποδισμένη από την εξουσία και τη διαφθορά της, εκεί όπου ο ευθύς εγκληματίας γίνεται ήρωας θαρραλέος, γιατί είναι αντισυστημικός.
Την τεράστια, αυτή, σύγκρουση, ενσαρκώνει αριστουργηματικά ο Ντίνος Ηλιόπουλος στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με τη διακριτική αδεξιότητα, το φοβισμένο βλέμμα, το καπελάκι του που όλο φεύγει, το παλτουδάκι του που θέλει να έχει καλά διπλωμένο, ένας αριστουργηματικός ηθοποιός έτσι κι αλλιώς, που εδώ αρπάζει την ευκαιρία να επιβληθεί, όπως ο Θωμάς του, όχι εγκκληματώντας, αλλά μεγαλουργώντας. Γύρω του η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου με το λουλουδάτο πρόσωπο που μένει, σα στάμπα, στη μνήμη, ο Γιάννης Αργύρης που κάνει τα απίστευτα πειστικά, ο Θανάσης Βέγγος με την ευαισθησία που ξαναείδαμε πολύ αργότερα, στους λίγους δραματικούς ρόλους του, κλεφτά ο Ανέστης Βλάχος, η φωνή του Διονύση Παπαγιαννόπουλου, ο Αλέκος Τζανετάκος χορεύοντας.
Ο «Δράκος» έκανε πρεμιέρα και βραβεύτηκε, τότε, στο Φεστιβάλ Βενετίας: στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε ως «ανθελληνική» ταινία, γιατί σ' αυτή την Ελλάδα γεννήθηκε. Χρειάστηκαν χρόνια για ν' αναγνωριστεί, από το κοινό τουλάχιστον, η ταινία του Κούνδουρου, ευτυχώς πολύ πριν την κάνει αντικείμενο συζήτησης ο Τζόναθαν Φράνζεν στο μυθιστόρημά του, την «Ελευθερία», το 2010. Κι επειδή ο πολιτισμός αγαπά τα άκρα, αναγνωρίστηκε στην πορεία ως μία από τις πιο σημαντικές ταινίες του ελληνικού σινεμά, ενδεχομένως η σημαντικότερη,. Επειδή αποτύπωσε ανεξίτηλα μια χρονική περίοδο της χώρας πιο σκοτεινή κι από την κατάμαυρη σκιά στη σκάλα εξόδου του καμπαρέ του Χοντρού. Επειδή η σκηνοθεσία της είναι ένα αριστοτεχνικό δείγμα μεγάλου σινεμά και, μαζί, όπως όλα τα καλά νουάρ, μια ψυχαγωγική απόλαυση, πανέμορφη και διορατική. Επειδή, στο βάθος της, αγγίζει μια υπαρξιακή αγωνία διαχρονική, εκείνη του αρσενικού που δεν εκπληρώνει τη φύση του. Επειδή, τελικά, η ταινία αυτή είναι τόσο εμπνευσμένη και τόσο σοφή που δεν μπορεί να γεράσει. Και προκαλεί έκπληξη πώς ξεπήδησε από ένα ελληνικό σινεμά ακόμα τόσο πρωτόλειο τεχνικά, από ένα δημιουργό (μόλις στη δεύτερη ταινία του, με την πρώτη να είναι η «Μαγική Πόλη») που γεννήθηκε auteur και που ποτέ δεν επέτρεψε στις συνθήκες να περιορίσουν τη φιλοδοξία του και το πεισματικό ταλέντο του.