Αν εξαιρέσει κανείς την αίσθηση του τοπίου της Μακρονήσου και του φορτίου που αυτό φέρει ως φυσικό σκηνικό, δεν υπάρχει πραγματικά τίποτα από το οποίο μπορείς να πιαστείς για να μπεις μέσα στο κόσμο της νέας ταινίας του Θανάση Σκρουμπέλου, του «Αλιόσα» και της θρυλικής «Χαβάης», δέκα χρόνια μετά το «@thens blogs» - με μια συμμετοχή ενδιάμεσα στο σπονδυλωτό «Και ο Θεός Επλασε τους... Ελληνες».

Σε μια (μη) παραγωγή που κατά το δημιουργό της βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της arte povera, αλλά στην πραγματικότητα καταρρέει ολοσχερώς από την ίδια της τη σύλληψη, είναι πολλά αυτά που λέγονται, αλλά πραγματικά λιγοστά εώς ανύπαρκτα αυτά που συμβαίνουν. Η βασική ιδέα είναι ότι ένας άντρας ξεμένει ένα βράδυ στη Μακρόνησο επειδή χάνει το πλοίο και συναντά έναν άγνωστο άντρα και μια άγνωστη γυναίκα που τον ξεναγούν στους χώρους της Μακρονήσου και τελικά τον «δικάζουν», σαν να ήταν ο διοικητής του συγκεκριμένου τάγματος, με το όνομα Αντώνης και άρα υπεύθυνος για το χτίσιμο της εκκλησίας του Αγι' Αντώνη - εδώ και ο μύθος των κρατούμενων στρατιωτών και πολιτών που έχτιζαν με τα χέρια τους εκκλησίες στο κάθε τάγμα.

Το οικοδόμημα του Σκρουμπέλου βασίζεται, βέβαια, στην ουσία του στο γεγονός πως για τα βασανιστήρια που έγιναν στην Μακρόνησο δεν καταδικάστηκε ποτέ κανείς, όπως επίσης και κανεις - εκτός από έναν αξιωματούχο - δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Σε μια θεατρική αναπαράσταση μιας δίκης που δεν έγινε ποτέ (αφιερωμένη όπως και η ταινία στον Δημήτρη Τατάκη, μέλος του ΚΚΕ και του ΕΑΜ Ναυτικών κατά την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου που τον δολοφόνησαν οι βασανιστές του, μετά από βασανιστήρια μηνών), η ταινία του Σκρουμπέλου πιστεύει, όπως το λέει κιόλας, ότι «αν ξεχάσεις την Ιστορία, οφείλεις να την ξαναζήσεις», θέτοντας από την αρχή ερωτήματα και περιμένοντας απαντήσεις.

Ολα τα παραπάνω υλοποιούνται με τρεις ηθοποιούς σε ένα δωμάτιο που δεν ξέρουμε καθόλου αν ο σκοπός τους είναι να παίζουν τόσο κακά όσο παίζουν, αν αυτά που λένε βγάζουν τελικά κάποια σημασία και αν στα πλαίσια του no budget δικαιολογούνται οι ατεχνίες στον ήχο, στο μοντάζ, στη φωτογραφία, σε οτιδήποτε κάνουν μια ταινία... ταινία.

Ακόμη κι αν μιλάμε για πειραματικό σινεμά ή ένα είδος docufiction, η «Νύχτα του Αγι' Αντώνη» παραμένει αταξινόμητη, όχι επειδή διαθέτει τη δική της αυθεντικότητα ή στοιχεία που επανατοποθετούν οτιδήποτε στο σινεμά όπως (δεν) το ξέρουμε, αλλά γιατί μοιάζει με μια τόσο φτηνή, τεχνικά και ιδεολογικά, κόπια εργασίας που η arte povera αφετηρία της είναι μάλλον το μικρότερο ελάττωμά της.