Για αρκετούς ο κόσμος της haute cuisine κρύβει κάτω από τα πολλαπλά επίπεδα γεύσεων και στρώσεις ανομολόγητης υποκρισίας. Είναι ένας κόσμος όπου σερβίρεται μοριακή κουζίνα που δεν χορταίνει και κοστίζει 1250 δολάρια το κεφάλι, σος χωρίς ψωμί (!) ή εξεζητημένα πιάτα που αφορούν περισσότερο ένα δήθεν κοινωνικό στάτους, παρά την αγωνία για τη διαρκή αναζήτηση της τέλειας γεύσης.
Με τη νέα του ταινία ο Μαρκ Μάιλοντ (έμπειρος από τη θητεία του στην τηλεόραση με επεισόδια του «Game of Thrones» και του «Succession» ανάμεσα σε άλλα), μας ταξιδεύει σε αυτόν τον, άγνωστο για πολλούς, κόσμο και μας ετοιμάζει ένα εντυπωσιακό «Μενού» σερβίροντάς μας ένα πλήρες και χορταστικό γεύμα με γαρνιτούρα βιτριολικού χιούμορ, αργομαγειρεμένο μέσα σε μια σάτιρα και αποδόμηση τόσο τη υποκρισίας αυτή της κουλτούρας όσο και του δυτικού πολιτισμού γενικότερα - όλα διακοσμημένα πάνω σε ένα εντυπωσιακό - θα το έλεγες και Grand Guignol - πιάτο.
Σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν ένα νεαρό ζευγάρι ταξιδεύει σε ένα απομακρυσμένο νησί για να γευματίσει σε ένα exclusive εστιατόριο όπου ο σεφ έχει ετοιμάσει ένα πλουσιοπάροχο μενού, με μερικές εκπλήξεις που... σοκάρουν.
Οπως συμβαίνει και με τα καλύτερα πιάτα, έτσι κι εδώ όσο λιγότερα γνωρίζετε για την συνταγή της ταινίας τόσο το καλύτερο για να μπορέσετε να την απολαύσετε μέχρι και την τελευταία της «μπουκιά». Και ο Μάιλοντ επιτρέπει στις δικές του γεύσεις να αποκαλύπτονται σιγά σιγά και εκεί που πρέπει, αφήνοντας μια δυνατή επίγευση στον ουρανίσκο του αμφιβληστροειδούς μας. Από την αρχή συστήνει τους χαρακτήρες του παρουσιάζοντάς τους σαν τα κύρια συστατικά του πιάτου του, έτοιμα ήδη να μπουν στον καζάνι το οποίο ήδη έχει βάλει να βράζει σε σιγανή φωτιά.
Εχοντας ως πρωτογενές συστατικό την σάτιρα, παρουσιάζει έναν κόσμο στον όποιο τα πάντα δείχνουν τρομαχτικά τέλεια, χτίζει μεθοδικά την ένταση και το σασπένς δένοντάς τα σφιχτά με ένα μυστήριο με φλαμπέ εκρήξεις παραδοσιακού τρόμου. Σε αυτό βοηθάει αρκετά και το σε στιγμές ευφάνταστο σενάριο των Σεθ Ράις και Γουίλ Τρέισι, οι οποίοι το πασπαλίζουν με έντονο κοινωνικό σχολιασμό με έμφαση στον καταναλωτισμό και την ταξική ανισότητα.
Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβεται καλά μια ιστορία εκδίκησης για τον θάνατο της Τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή της.
Μπήγοντας το μαχαίρι βαθιά μέσα στην κουλτούρα των fanboys, στο κοινό που την καταναλώνει με μια αδηφαγία χωρίς να την καταλαβαίνει, στους κριτικούς που την κατακρίνουν χρησιμοποιώντας ό,τι πιο επιτηδευμένο μπορούν να σκεφτούν (ναι ακόμα και «θαλασσικό» στην προκειμένη περίπτωση) για να φανούν υπεράνω από τον δημιουργό της, αλλά και σε εκείνα τα πλουσιόπαιδα που επειδή τους ανήκει κάτι πιστεύουν ότι μπορούν να την κάνουν ό,τι θέλουν.
Ο Μάιλοντ τους ξεμπροστιάζει όλους και δεν χαρίζεται σε κανέναν.
Και μπορεί να υπάρχουν στιγμές όπου η πλοκή γεμίζει αχρείαστες σάλτσες για να δώσει κάποια παραπάνω ένταση σε μια ήδη φορτωμένη συνταγή, ενώ σε στιγμές οι φιλοσοφικές θεωρίες του φιλμ για την Τέχνη πέφτουν στο κενό, αλλά είναι αυτά τα απλά υλικά που χρησιμοποιεί τα οποία δένουν γερά σαν μικρές ιδιαίτερες γεύσεις μιας ήδη δυνατής συνταγής.
Ο Ρέιφ Φάινς παραδίδει μια σατανικά απολαυστική ερμηνεία. Πίσω από την τελειομανία, το κύρος που αποπνέει πίσω από το απειλητικό του βλέμμα και την απρόβλεπτη συμπεριφορά του, μπορεί να μοιάζει ο αρχηγός μιας γαστρονομικής αίρεσης αλλά κρύβει πίσω του κάποια βαθιά ψυχικά τραύματα τα οποία αποκαλύπτει σιγά σιγά και με έναν μοναδικό τρόπο. Από την άλλη η Ανια Τέιλορ-Τζόι στον ρόλο της μυστηριώδους Μάργκο και η Χονγκ Τσάου στον ρόλο της μοχθηρής maître-d Ελσα, η οποία μπορεί να σε κάνει «ζιλιέν» με την ευγένειά της, συνοδεύουν υπέροχα τον Φάινς, αλλά σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες δείχνουν περισσότερο ως δευτερεύοντα καρικατουρίστικα πιάτα, με κάποιες ίσως ευχάριστες εκλάμψεις.
Παρόλες τις παραφωνίες, το «Μενού» που ετοίμασε ο Μάιλοντ, από τα στημένα με χάρη ορντέβρ του μέχρι και το εξτραβαγκαντ τελικό επιδόρπιό του, άξιο σε στιγμές κάποιου αστεριού Michelin, μπορεί να μοιάζει ως κάτι το περίπλοκο αλλά δείχνει τόσο απλό στην εκτέλεσή του και σίγουρα έχει κάτι για να ικανοποιήσει και να χορτάσει ακόμα και τους πιο απαιτητικούς θεατές.