Η ιστορία του Σαμ Αλί είναι τόσο απίστευτη που θα μπορούσε να συμβεί μόνο στην πραγματικότητα.
Ηταν 2007, όταν ο Ελβετός Τιμ Στάινερ έδωσε την άδεια στον Βέλγο καλλιτέχνη Βιμ Ντελβογιέ να ζωγραφίσει την πλάτη του και με τον εύγλωττο τίτλο «Tim», να πουλήσει το έργο σε έναν μεγάλο συλλέκτη. Ο Στάινερ πήρε το ένα τρίτο των χρημάτων της αγοράς, υπό τον όρο να είναι διαθέσιμος για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ως «έκθεμα» σε μουσεία και γκαλερί, να προστατεύει με κάθε τρόπο τη ζωγραφιά και μετά το θάνατο του να επιτρέψει την αφαίρεσή της μαζί με το δέρμα του, τη συντήρηση της και το καδράρισμα της για λογαριασμό του συλλέκτη.
Τότε, η ιστορία του Τιμ Στάινερ είχε προκαλέσει αισθήματα και συναισθήματα, καθώς και μια σειρά από συζητήσεις γύρω από τα όρια της τέχνης και μια ιδιότυπη καλλιτεχνική πράξη που πολλοί παρομοίασαν με μορφή πορνείας αλλά και σκλαβιάς, σε κάθε περίπτωση ένα χτύπημα (στην πλάτη) για τα ανθρώπινα δικαιώματα, εδώ στην υπηρεσία μιας ελίτ καλλιτεχνών, συλλεκτών και λοιπών καπιταλιστικών «γουρουνιών» - με τον εν λόγω χαρακτηρισμό να βρίσκει ιδανικό καμβά στο γεγονός ότι ο Ντελβογιέ ξεκίνησε το «αποτρόπαιο» έργο του πειραματιζόμενος σε γουρούνια.
Η Τυνήσια Καουτέρ Μπεν Χανιά εμπνέεται από την αληθινή ιστορία του Στάινερ, τοποθετεί στο κέντρο της συζήτησης τις αντιδράσεις περί καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τραβάει την όχι και τόσο ευθεία γραμμή της σάτιρας-κριτικής της μέχρι το μεταναστευτικό, τοποθετώντας ως… πλάτη του σκανδάλου έναν Σύριο πολιτικό πρόσφυγα, τον Σαμ Αλί, ο οποίος θα αναγκαστεί να ζητήσει πολιτικό άσυλο στο Λίβανο, αφήνοντας πίσω στη Σύρια την αρραβωνιαστικιά του, Αμπίρ, η οποία αναγκάζεται με τη σειρά της από την οικογένεια της να παντρευτεί έναν πλούσιο Σύριο και να μετακομίσει μαζί του στις Βρυξέλλες. Ο Σαμ θα ενδώσει στην πρόταση ενός από τους πιο διάσημους προβοκάτορες καλλιτέχνες στη Δύση που θέλει να ζωγραφίσει στην πλάτη του μια βίζα Σένγκεν (αυτό που του λείπει δηλαδή περισσότερο!), προκειμένου να μπορέσει να βρει χρήματα και να ταξιδέψει μέχρι την Ευρώπη για να σώσει τη γυναίκα που αγαπάει.
Κάπου ανάμεσα στην αθωότητα των προθέσεων του και την ανάγκη, ο Σαμ Αλί γίνεται ερήμην του ένα σύμβολο για το σύγχρονο κόσμο. Και όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς ήδη από την παραπάνω σύνοψη, δεν θα είναι το μόνο σύμβολο σε μια ταινία που, για κάποιους, τολμά, για κάποιους άλλους, απλά δεν ντρέπεται να μιλήσει τόσο εξόφθαλμα για τη Δύση που εκμεταλλεύεται το προσφυγικό, την «εξωτική» ματιά της Ευρώπης προς την Ανατολή, τη διαρκή εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας - θυσία στο βωμό του θεάματος, του χρήματος, της λευκής ανωτερότητας.
Τι ειρωνία να φτιάχνεις μια ταινία για τον πρόσφυγα ως θέαμα και αντικείμενο εκμετάλλευσης και, παραβλέποντας τα σπάνια υλικά σου, να φτιάχνεις μια ταινία που κάνει ακριβώς το ίδιο;
Σε μια ιστορία που εξαντλεί γρήγορα την αρχική συναρπαστική της αφηγηματική γραμμή - μέχρι να ολοκληρωθεί ο πίνακας δηλαδή - η Καουτέρ Μπεν Χανιά δείχνει και ξαναδείχνει τον εγκλωβισμένο ήρωα της, εξαντλώντας κάθε πιθανή εικονογραφία πάνω στην απελπιστική μοναξιά του ως ανθρώπου ενός κατώτερου Θεού που προσπαθεί να διεκδικήσει αξιοπρέπεια και… κανονική ζωή. Και από ένα σημείο και μετά εξαντλεί ακόμη και αυτήν την κριτική, προσπαθώντας να «παίξει» και με τη σάτιρα γύρω από τον κόσμο της τέχνης ή τελικά τον κόσμο των «προνομιούχων» που αν και με μικρά αποθέματα ευαισθησίας, παραδίδονται τελικά αμαχητί στο κακό. «Σύμβολο» εδώ η Μόνικα Μπελούτσι, σε έναν κόντρα ρόλο, αυτό της βοηθού του καλλιτέχνη που λειτουργεί συχνά ως η χαμένη συνείδηση του (και του θεατή) και η οποία γρήγορα επίσης εξαντλείται από την κοινοτοπία και τις υπερβολικές επεξηγήσεις - είναι στιγμές που νιώθεις ότι βλέπεις μια ανάλυση πάνω στην ταινία παρά την ίδια την ταινία.
Μοναδικό έργο τέχνης, σε μια ταινία που μιλάει γι’ αυτήν και προσπαθεί και καταφέρνει με όλα της τα υλικά να πετύχει την εικαστική σύνθεση πλάνων που ασφυκτιούν - άλλοτε αρμονικά, άλλοτε με περισσή φλυραία - από αφήγηση, ιδέες και σύμβολα, ο πρωταγωνιστής της Γιαχιά Μαχαϊνί. Η ερμηνεία του, πρώτη σημαντική στην καριέρα του και με βραβείο στους Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, δεν είναι μόνο αυτή ενός Σύριου, απ’ όπου και καταγωγή του Μαχαϊνί, που ξέρει ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης μέσα στον κόσμο του θεάματος, αλλά με υπογραμμισμένα τα βλέμματα του και τις σιωπές του, η παρουσία του στην ταινία είναι το μεγάλο αντίβαρο στην εύκολη απλοποίηση των πάντων. Πολυεπίπεδος, όσο και νατουραλιστής, σε στιγμές βαθιά συγκινητικός και μόνο παροδικά παρασυρμένος από το «θόρυβο» του κηρύγματος της ταινίας, δίνει την αίσθηση του πώς θα έμοιαζε αυτή αν η σκηνοθέτης έστρεφε και το δικό της βλέμμα στο δικό του και έμενε εκεί, αφήνοντας τον να πει με φυσικό τρόπο την ιστορία του, χωρίς περιττά σύμβολα και ακόμη πιο περιττούς συμβολισμούς.