Η Λορέτα Σέιτζ είναι επιτυχημένη συγγραφέας ρομαντικών περιπετειών: οι ήρωές της ζουν εκεί όπου συναντιούνται ο Ιντιάνα Τζόουνς και τα Αρλεκιν. Η ζωή της είναι τόσο λιγότερο περιπετειώδης: η Λορέτα νιώθει την έμπνευσή της να στερεύει, είναι εσωστρεφής, σιχαίνεται τα social media. Σε μια προωθητική δράση για το τελευταίο της βιβλίο, εκεί όπου αναγκάζεται να φορέσει μια ολόσωμη φούξια παγιετέ φόρμα «για να λάμπει», προσκεκλημένος, για ν' ανεβάσει την ανυπομονησία, είναι και ο Αλαν, το μοντέλο που στολίζει τα εξώφυλλα όλων των ρομάντζων της Λορέτα ως ο σταθερός ήρωάς τους, ο «Νας». Πανίβλακας αλλά με τις καλύτερες προθέσεις, ο Αλαν είναι ερωτευμένος με την εξυπνάδα και τη γοητεία της συγγραφέα. Οταν ένας παρανοϊκός δισεκατομμυριούχος απαγάγει τη Λορέτα για να τον βοηθήσει ν' ανακαλύψει έναν κρυμμένο θησαυρό σ' ένα αχαρτογράφητο νησάκι του Ατλαντικού, ο Αλαν θ' αναλάβει δράση και θα την αναζητήσει, θέλοντας, για μια φορά, να ενσαρκώσει πραγματικά τον Νας και να σώσει τη Λορέτα με τα στιβαρά του μπράτσα (και το παλλόμενο μόριο).
Στερημένοι από ρομαντικές κομεντί ή κωμωδίες της προκοπής, καταναλώνουμε το πρώτο μέρος της ταινίας σε απόλυτη ευτυχία. Η ιδέα κοπιάρει κι εκσυγχρονίζει ξεκάθαρα το «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι», η Σάντρα Μπούλοκ (με πρόσωπο αναλλοίωτο, έστω κι αν ανέκφραστο από το botox) θυμίζει την κωμική της φλέβα, σαν να συνεχίζει το ρόλο της άβολης Γκρέισι Χαρτ του «Μις με το Ζόρι», μ' έναν ακαταμάχητο συνδυασμό αδεξιότητας και υπεροψίας. Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ (στην κατηγορία των απολαυστικά αυτοσαρκαζόμενων sex-symbols της γενιάς μας, παρέα με τον Ντουέιν Τζόνσον, τον Ράιαν Ρέινολντς, τον Τζέισον Μομόα, τον Κρις Πρατ), αγκαλιάζει τον Αλαν/Νας, με τους εξαιρετικούς μύες, το κενό βλέμμα και τη χρυσή καρδιά του κουταβιού. Η μικρή συμμετοχή του Μπραντ Πιτ ως σκληροτράχηλου εκπαιδευτή – διασώστη – ντετέκτιβ θα ευχόμασταν να δημιουργήσει spin-off και θα το βλέπαμε ευλαβικά. Η χημεία προκαλέι μικρές εκρήξεις, το χιούμορ για την ίδια την υπόσταση του ρομαντισμού, αλλά και των γυναικείων και ανδρικών προτύπων που, σιγά-σιγά, μοιάζουν με τα αρχαιολογικά ευρήματα μυθιστορήματος της Λορέτα, έρχεται καυστικό κι επίκαιρο.
Τι κρίμα που από τη μέση και μετά η ταινία πέφτει από το «Κυνηγώντας το Πράσινο Διαμάντι» στο… «Τζουμάντζι». Τα ηνία κρατά η προβλέψιμη περιπέτεια, ο Ντάνιελ Ράντκλιφ ως κακός παραμένει η αμήχανη φιγούρα που είναι πάντα στην post-Χάρι Πότερ εποχή του και κάθε όρεξη για πρωτότυπους διαλόγους ή ξύπνιες ατάκες εγκαταλείπεται στο έλεος μιας τετριμμένης επίλυσης της δράσης. Ακόμα κι έτσι - και ελλείψει σχετικού ανταγωνισμού - κρατάμε το χαμόγελο στα χείλη και τη μακρυμαλλούσα ξανθιά περούκα του Τσάνινγκ Τέιτουμ στην καρδιά.